σήραγγα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σῆραγξ]], -ήραγγος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[δίοδος]] ή τεχνητό όρυγμα [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του εδάφους, θολωτή υπόγεια [[στοά]] μεγάλων, [[συνήθως]], διαστάσεων [[κάτω]] από βουνά, λόφους ή ποτάμια για την [[διοχέτευση]] υδάτων, για την [[διέλευση]] οχημάτων ή σιδηροδρομικής γραμμής, για [[αποκατάσταση]] επικοινωνίας ή για άλλους σκοπούς, [[τούνελ]], [[λαγούμι]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[καθένας]] από τους κοίλους χώρους που παρεμβάλλονται [[ανάμεσα]] στις φλέβες και στις αρτηρίες τών σηραγγωδών σωμάτων, αλλ. [[αραίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αεροδυναμική]] [[σήραγγα]]»<br /><b>(μηχ.)</b> [[εγκατάσταση]] δοκιμών για την [[μελέτη]] της επίδρασης τεχνητού ομοιόμορφου ρεύματος αέρα [[πάνω]] σε ομοιώματα πτητικών συσκευών και άλλων σωμάτων β) «[[σήραγγα]] περιδίνησης» — [[αεροδυναμική]] [[σήραγγα]], όπου το [[ρεύμα]] [[είναι]] ανοδικό και κατακόρυφο για την [[εξουδετέρωση]] της ταχύτητας πτώσης του ομοιώματος<br />γ) «[[δίοδος]] σήραγγας»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> ημιαγωγική [[δίοδος]], [[λυχνία]] που χρησιμοποιείται ως [[ενισχυτής]] συχνοτήτων δ) «[[σήραγγα]] ταχείας ψύξης»<br />(τροφ. τεχνολ.) [[διάταξη]] για την [[παραγωγή]] κατεψυγμένων τροφίμων, αποτελούμενη από [[σήραγγα]] [[μέσα]] στην οποία εκτονώνεται [[αέρας]] ή [[άζωτο]], με [[αποτέλεσμα]] την [[δημιουργία]] χαμηλής θερμοκρασίας<br />ε) «[[φαινόμενο]] σήραγγας»<br />(πυρ. φυσ.) [[φαινόμενο]] [[κατά]] κύριο λόγο κβαντικό, σύμφωνα με το οποίο ένα κβαντόνιο έχει μη μηδενική [[πάντοτε]] [[πιθανότητα]] εξόδου του από ένα [[φρέαρ]] δυναμικού, διαπερνώντας τα τοιχώματά του σαν να διερχόταν [[μέσα]] από [[σήραγγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπήλαιο]] που έχει διανοιχθεί από νερά, [[κοίλος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]] (α. «σήραγγες δὲ καὶ [[ἄμμος]] καὶ [[πηλὸς]] [[ἀμήχανος]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ὀ μὲν [[σήραγγα]] [[προδείελος]] ἔστιχεν εἰς ἥν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σήραγγες</i><br />α) οι σπογγοειδείς πόροι τών πνευμόνων («σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν [[οἷον]] σπόγγου κατατετρημένας», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) οι πόροι τών μαστών («φυσικαὶ τῶν μαστῶν σήραγγες», Κλήμ. Αλ.)<br />γ) οι πόροι τών βραγχίων<br /><b>3.</b> ο [[αυλός]] του οστού<br /><b>4.</b> [[σανίδωμα]] που χρησιμοποιούσε ο [[σηλαγγεύς]], ο [[χρυσωρύχος]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κοιλότης]], [[ὕφαλος]], [[πέτρα]] ρήγματα ἔχουσα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σῆραγξ]] έχει σχηματισθεί πιθ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σηρ</i>- του <i>σέσηρα</i> «[[δείχνω]] τα δόντια μου» (<b>βλ. λ.</b> [[σαίρω]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αγξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φάρ</i>-<i>αγξ</i>)].
|mltxt=η / [[σῆραγξ]], -ήραγγος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[δίοδος]] ή τεχνητό όρυγμα [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του εδάφους, θολωτή υπόγεια [[στοά]] μεγάλων, [[συνήθως]], διαστάσεων [[κάτω]] από βουνά, λόφους ή ποτάμια για την [[διοχέτευση]] υδάτων, για την [[διέλευση]] οχημάτων ή σιδηροδρομικής γραμμής, για [[αποκατάσταση]] επικοινωνίας ή για άλλους σκοπούς, [[τούνελ]], [[λαγούμι]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[καθένας]] από τους κοίλους χώρους που παρεμβάλλονται [[ανάμεσα]] στις φλέβες και στις αρτηρίες τών σηραγγωδών σωμάτων, αλλ. [[αραίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αεροδυναμική]] [[σήραγγα]]»<br /><b>(μηχ.)</b> [[εγκατάσταση]] δοκιμών για την [[μελέτη]] της επίδρασης τεχνητού ομοιόμορφου ρεύματος αέρα [[πάνω]] σε ομοιώματα πτητικών συσκευών και άλλων σωμάτων β) «[[σήραγγα]] περιδίνησης» — [[αεροδυναμική]] [[σήραγγα]], όπου το [[ρεύμα]] [[είναι]] ανοδικό και κατακόρυφο για την [[εξουδετέρωση]] της ταχύτητας πτώσης του ομοιώματος<br />γ) «[[δίοδος]] σήραγγας»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> ημιαγωγική [[δίοδος]], [[λυχνία]] που χρησιμοποιείται ως [[ενισχυτής]] συχνοτήτων δ) «[[σήραγγα]] ταχείας ψύξης»<br />(τροφ. τεχνολ.) [[διάταξη]] για την [[παραγωγή]] κατεψυγμένων τροφίμων, αποτελούμενη από [[σήραγγα]] [[μέσα]] στην οποία εκτονώνεται [[αέρας]] ή [[άζωτο]], με [[αποτέλεσμα]] την [[δημιουργία]] χαμηλής θερμοκρασίας<br />ε) «[[φαινόμενο]] σήραγγας»<br />(πυρ. φυσ.) [[φαινόμενο]] [[κατά]] κύριο λόγο κβαντικό, σύμφωνα με το οποίο ένα κβαντόνιο έχει μη μηδενική [[πάντοτε]] [[πιθανότητα]] εξόδου του από ένα [[φρέαρ]] δυναμικού, διαπερνώντας τα τοιχώματά του σαν να διερχόταν [[μέσα]] από [[σήραγγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπήλαιο]] που έχει διανοιχθεί από νερά, [[κοίλος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]] (α. «σήραγγες δὲ καὶ [[ἄμμος]] καὶ [[πηλὸς]] [[ἀμήχανος]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ὀ μὲν [[σήραγγα]] [[προδείελος]] ἔστιχεν εἰς ἥν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σήραγγες</i><br />α) οι σπογγοειδείς πόροι τών πνευμόνων («σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν [[οἷον]] σπόγγου κατατετρημένας», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) οι πόροι τών μαστών («φυσικαὶ τῶν μαστῶν σήραγγες», Κλήμ. Αλ.)<br />γ) οι πόροι τών βραγχίων<br /><b>3.</b> ο [[αυλός]] του οστού<br /><b>4.</b> [[σανίδωμα]] που χρησιμοποιούσε ο [[σηλαγγεύς]], ο [[χρυσωρύχος]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κοιλότης]], [[ὕφαλος]], [[πέτρα]] ρήγματα ἔχουσα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σῆραγξ]] έχει σχηματισθεί πιθ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σηρ</i>- του <i>σέσηρα</i> «[[δείχνω]] τα δόντια μου» (<b>βλ. λ.</b> [[σαίρω]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αγξ</i> ([[πρβλ]]. [[φάραγξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / σῆραγξ, -ήραγγος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. φυσική δίοδος ή τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, θολωτή υπόγεια στοά μεγάλων, συνήθως, διαστάσεων κάτω από βουνά, λόφους ή ποτάμια για την διοχέτευση υδάτων, για την διέλευση οχημάτων ή σιδηροδρομικής γραμμής, για αποκατάσταση επικοινωνίας ή για άλλους σκοπούς, τούνελ, λαγούμι
2. ανατ. καθένας από τους κοίλους χώρους που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις φλέβες και στις αρτηρίες τών σηραγγωδών σωμάτων, αλλ. αραίωμα
3. φρ. α) «αεροδυναμική σήραγγα»
(μηχ.) εγκατάσταση δοκιμών για την μελέτη της επίδρασης τεχνητού ομοιόμορφου ρεύματος αέρα πάνω σε ομοιώματα πτητικών συσκευών και άλλων σωμάτων β) «σήραγγα περιδίνησης» — αεροδυναμική σήραγγα, όπου το ρεύμα είναι ανοδικό και κατακόρυφο για την εξουδετέρωση της ταχύτητας πτώσης του ομοιώματος
γ) «δίοδος σήραγγας»
(ηλεκτρον.) ημιαγωγική δίοδος, λυχνία που χρησιμοποιείται ως ενισχυτής συχνοτήτων δ) «σήραγγα ταχείας ψύξης»
(τροφ. τεχνολ.) διάταξη για την παραγωγή κατεψυγμένων τροφίμων, αποτελούμενη από σήραγγα μέσα στην οποία εκτονώνεται αέρας ή άζωτο, με αποτέλεσμα την δημιουργία χαμηλής θερμοκρασίας
ε) «φαινόμενο σήραγγας»
(πυρ. φυσ.) φαινόμενο κατά κύριο λόγο κβαντικό, σύμφωνα με το οποίο ένα κβαντόνιο έχει μη μηδενική πάντοτε πιθανότητα εξόδου του από ένα φρέαρ δυναμικού, διαπερνώντας τα τοιχώματά του σαν να διερχόταν μέσα από σήραγγα
αρχ.
1. σπήλαιο που έχει διανοιχθεί από νερά, κοίλος βράχος, σπηλιά (α. «σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος», Πλάτ.
β. «ὀ μὲν σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν», Θεόκρ.)
2. στον πληθ. αἱ σήραγγες
α) οι σπογγοειδείς πόροι τών πνευμόνων («σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν οἷον σπόγγου κατατετρημένας», Πλάτ.)
β) οι πόροι τών μαστών («φυσικαὶ τῶν μαστῶν σήραγγες», Κλήμ. Αλ.)
γ) οι πόροι τών βραγχίων
3. ο αυλός του οστού
4. σανίδωμα που χρησιμοποιούσε ο σηλαγγεύς, ο χρυσωρύχος
5. (κατά τον Ησύχ.) «κοιλότης, ὕφαλος, πέτρα ρήγματα ἔχουσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῆραγξ έχει σχηματισθεί πιθ. < θ. σηρ- του σέσηρα «δείχνω τα δόντια μου» (βλ. λ. σαίρω [Ι]) + επίθημα -αγξ (πρβλ. φάραγξ)].