κηδεία: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] ἡ, 1) Bestattung eines Todten, Leichenbegängniß; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) Verwandtschaft, Verschwägerung; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ [[πρός]] τινα [[κηδεία]] Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] ἡ, 1) [[Bestattung]] eines Todten, [[Leichenbegängniß]]; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) [[Verwandtschaft]], [[Verschwägerung]]; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ [[πρός]] τινα [[κηδεία]] Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:43, 8 December 2023
English (LSJ)
ἡ,
A care for the dead, funeral, A.R.2.836; κηδεία καὶ περιστολή D.H.3.21, BGU896.7 (ii A.D.), cf. Onos.36.1, etc.; mourning, ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας SIG1219.14 (Gambreum, iii B.C.).
II connection by marriage, alliance, κηδείαν ξυνάψαι τινί E.Supp.134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36; κ. συνάπτεσθαι πρός τινα Plb. 1.9.2; ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ… κηδείαν Arist.Pol.1262a11; κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις ib.1280b36; ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. ib. 1307a39.
German (Pape)
[Seite 1429] ἡ, 1) Bestattung eines Todten, Leichenbegängniß; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) Verwandtschaft, Verschwägerung; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ πρός τινα κηδεία Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parenté, alliance.
Étymologie: κηδεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεία -ας, ἡ [κηδεύω] verwantschap, huwelijksband:. κηδείαν ξυνάψαι huwelijksbanden aanknopen Eur. Suppl. 134; κηδεῖαί τ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις overal in de steden ontstonden betrekkingen tussen aangetrouwde families Aristot. Pol. 1280b36.
Russian (Dvoretsky)
κηδεία: ἡ тж. pl.
1 некровное родство, свойство: κηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. породниться с кем-л. (через брак); ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. (семейная связь) по кровному родству или свойству; ἡ πρός τινα κ. Arst. свойство с кем-л.;
2 погребение (εἶρξαι τὸ σῶμα κηδείας τῆς νενομισμένης Plut.).
Greek Monolingual
η (ΑΜ κηδεία) κηδεύω
η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη της εκφοράς και της ταφής του νεκρού
αρχ.
1. θρήνος, πένθος
2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ' οἰκειότητα καὶ κηδείαν αὐτοῦ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηδεύω με σημ. «φροντίζω, περιποιούμαι». Η γενικότερη σημ. της «φροντίδας» εξειδικεύθηκε σε «φροντίδα για τον νεκρό, για την ταφή του»].
Greek Monotonic
κηδεία: ἡ (κῆδος), φροντίδα για το νεκρό, εκφορά, ταφή, συμπεθέρεμα, Λατ. affinitas, σε Ευρ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεία: ἡ, (κῆδος) φροντὶς περὶ τοῦ νεκροῦ, ἐκφορά, ταφή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 836, Διον. Ἁλ. 3· 31· θρῆνος, πένθος, ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας Συλλ. Ἐπιγρ. 3562. 14. ΙΙ. συγγένεια ἐκ γάμου, ἐπιγαμία, «συμπεθερειό», Λατ. affinitas, κηδείαν ξυνάψαι τινὶ Εὐρ. Ἱκέτ. 134· συνάγειν τινὰς εἰς κηδείαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ... κηδείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 7· ― ὡσαύτως ἐπὶ συνάψεως δημοσίων σχέσεων, κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις αὐτόθι 3. 9, 13· ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. αὐτόθι 5. 7, 10.
Middle Liddell
κηδεία, ἡ, κῆδος
connection by marriage, alliance, Lat. affinitas, Eur., Xen.
English (Woodhouse)
alliance by marriage, kinship by marriage, relationship by marriage, union by marriage
Mantoulidis Etymological
(=φροντίδα γιά τό νεκρό, ταφή, συμπεθεριό). Ἀπό τό κῆδος (ρίζα καδ-) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: κήδειος (=ἀγαπητός), ἐπικήδειος, κηδεστής (=συγγενής), κηδεστία, ἀκηδής (=ἄταφος), κηδεύω (=φροντίζω, θάφτω, συμπεθερεύω), κήδευμα, κηδευτής, κηδεύτρια, κηδεύσιμος, κήδω καί κήδομαι (=ταράζω μεσ. φροντίζω), κηδεμών, κηδεμονία, κηδεμονικός, κηδεμονεύω.