περίφημος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
 
Line 21: Line 21:
{{trml
{{trml
|trtx====[[famous]]===
|trtx====[[famous]]===
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: [[beroemd]]; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: [[fameux]], [[célèbre]]; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: [[bekannt]], [[berühmt]]; Greek: [[διάσημος]], [[περίφημος]]; Ancient Greek: [[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγακλυτός]], [[ἀγαυνός]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀξιοφανής]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἀρίζηλος]], [[ἀριήκοος]], [[ἀρίσημος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[γνωτός]], [[δακτυλόδεικτος]], [[δημοαδής]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διάδηλος]], [[διαθρύλλητος]], [[διαπρεπής]], [[διάσημος]], [[διαφανής]], [[διάφημος]], [[διωνομασμένος]], [[δόκιμος]], [[ἐκβεβοημένος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόατος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περιθρύλητος]], [[περίθρυλος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσαμος]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]], [[φημιστός]]; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: [[famoso]]; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: [[famosus]], [[inclitus]], [[nobilis]], [[notus]]; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: [[famoso]], [[afamado]], [[célebre]]; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: [[известный]]; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: [[famoso]], [[célebre]], [[afamado]]; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: [[beroemd]]; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: [[fameux]], [[célèbre]]; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: [[bekannt]], [[berühmt]]; Greek: [[διάσημος]], [[περίφημος]]; Ancient Greek: [[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγακλυτός]], [[ἀγαυνός]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀξιοφανής]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἀρίζηλος]], [[ἀριήκοος]], [[ἀρίσημος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[γνωτός]], [[δακτυλόδεικτος]], [[δημοαδής]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διάδηλος]], [[διαθρύλλητος]], [[διαλάλητος]], [[διαπρεπής]], [[διάσημος]], [[διαφανής]], [[διάφημος]], [[διωνομασμένος]], [[δόκιμος]], [[ἐκβεβοημένος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόατος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περιθρύλητος]], [[περίθρυλος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσαμος]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]], [[φημιστός]]; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: [[famoso]]; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: [[famosus]], [[inclitus]], [[nobilis]], [[notus]]; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: [[famoso]], [[afamado]], [[célebre]]; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: [[известный]]; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: [[famoso]], [[célebre]], [[afamado]]; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
}}
}}

Latest revision as of 17:27, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφημος Medium diacritics: περίφημος Low diacritics: περίφημος Capitals: ΠΕΡΙΦΗΜΟΣ
Transliteration A: períphēmos Transliteration B: periphēmos Transliteration C: perifimos Beta Code: peri/fhmos

English (LSJ)

περίφημον, (φήμη)
A very famous, Archil. 63, Orph.A.24, Poll.5.158.
II in bad sense, notorious, Paul.Al. N.3.

German (Pape)

[Seite 599] sehr bekannt, berühmt, Orph. Arg. 24.

Greek (Liddell-Scott)

περίφημος: -ον, (φήμη) ὡς καὶ νῦν, λίαν πεφημισμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 24, Πολυδ. Ε΄, 158.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφημος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός του οποίου η φήμη έχει εξαπλωθεί παντού, περιώνυμος, ξακουστός, ονομαστόςπερίφημος ποιητής»)
2. εξαίρετος, εξαιρετικός, θαυμαστός («περίφημο κρασί»)
3. ειρων. διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φημος (< φήμη)].

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах