μαχητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM [[μαχητής]], Α αιολ.τ. [[μαχαίτας]], δωρ. τ. [[μαχατάς]], λακων. τ. [[μαχατάρ]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -[[ίδος]] ή μαχῆτις -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με [[ανδρεία]], ο [[θαρραλέος]] ή [[ορμητικός]] [[πολεμιστής]] («[[Τυδεύς]] τοι μικρὸς μὲν ἔην [[δέμας]], ἀλλὰ [[μαχητής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει στην πολεμική [[σύρραξη]] δύο στρατών, [[στρατιώτης]] («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με [[πάθος]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br />[[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[μάχη]]- του μέλλ. του [[μάχομαι]] μαχήσομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
|mltxt=ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM [[μαχητής]], Α αιολ.τ. [[μαχαίτας]], δωρ. τ. [[μαχατάς]], λακων. τ. [[μαχατάρ]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -ίδος ή μαχῆτις -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με [[ανδρεία]], ο [[θαρραλέος]] ή [[ορμητικός]] [[πολεμιστής]] («[[Τυδεύς]] τοι μικρὸς μὲν ἔην [[δέμας]], ἀλλὰ [[μαχητής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει στην πολεμική [[σύρραξη]] δύο στρατών, [[στρατιώτης]] («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με [[πάθος]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br />[[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[μάχη]]- του μέλλ. του [[μάχομαι]] μαχήσομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:12, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχητής Medium diacritics: μαχητής Low diacritics: μαχητής Capitals: ΜΑΧΗΤΗΣ
Transliteration A: machētḗs Transliteration B: machētēs Transliteration C: machitis Beta Code: maxhth/s

English (LSJ)

μαχητοῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας Alc.33; Dor. μαχατάς Pi.N.2.13, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ (μᾰχάταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—fighter, warrior, μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. Il.5.801; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. Od.3.112; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας 18.261; φὼς μ. Pi.N. l. c.: as adjective, μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν his warrior heart, ib.9.26: in later Prose, LXX Jo.6.3,al.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
combattant.
Étymologie: μάχομαι.

German (Pape)

ὁ, der Kämpfer, Krieger, Il. 5.801, θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχ., 16.186 und öfter; adjektivisch, ἄνδρες, Od. 18.261, wie φῶτα μαχατάν Pind. N. 2.13, und θυμός, kriegerisch, 9.26; Sp.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχητής:
I дор. μᾰχᾱτάς, οῦ adj. m воинственный, боевой (ἄνδρες Hom.; θυμός Pind.).
οῦ ὁ воин, боец Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχητής: -οῦ, ὁ, Δωρ. μαχᾱτὰς Πίνδ., κτλ.· Λακ. μαχάταρ Ἡσύχ.· (μάχη)· - ὁ ἀνδρείως μαχόμενος πολεμιστής, Ὅμ.· μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μαχητὴς Ἰλ. Ε. 801· θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητὴς Ὀδ. Γ. 112· Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας Σ. 261· φὼς μ. Πινδ. Ν. 2. 20· ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν, τὴν πολεμικὴν αὐτοῦ καρδίαν, αὐτόθι 9. 61.

English (Autenrieth)

fighter, warrior.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -ίδος ή μαχῆτις -ιδος)
1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστήςΤυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που μετέχει στην πολεμική σύρραξη δύο στρατών, στρατιώτης («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με πάθος, αγωνιστής
αρχ.
ως επίθ.
μαχητικός, πολεμικός («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη- του μέλλ. του μάχομαι μαχήσομαι + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

μᾰχητής: -οῦ, ὁ (μάχομαι), μαχητής, πολεμιστής, σε Όμηρ.· Δωρ. επίθ. μαχᾱτάς, πολεμοχαρής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μᾰχητής, οῦ, μάχομαι
a fighter, warrior, Hom.: doric adj., μαχᾱτάς, warlike, Pind.

Translations

warrior

Albanian: luftëtar; Apache Western Apache: nawołkaadi; Arabic: مُحَارِب‎, مُقَاتِل‎; Armenian: մարտիկ, ռազմիկ; Azerbaijani: döyüşçü, mübariz, əsgər; Belarusian: воін, баец, ваяк; Bengali: যোদ্ধা; Bulgarian: воин, боец, войник, ратник; Burmese: သူရဲ; Catalan: guerrer, guerrera; Chechen: тӏемло, сурхуо; Chinese Mandarin: 戰士, 战士, 武士, 勇士; Chuvash: çарçӑ; Czech: bojovník, válečník; Danish: kriger, stridsmand; Dutch: krijger; Erzya: ушман; Estonian: sõdalane; Finnish: taistelija, sotilas, soturi; French: guerrier, guerrière; Galician: guerreiro, guerreira; Georgian: მეომარი, მებრძოლი; German: Krieger, Kriegerin; Middle High German: dëgen; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐍂𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃; Greek: μαχητής; Ancient Greek: αἰχματάς, αἰχμητά, αἰχμητής, ἀσπιδηφόρος, ἀσπιδίτης, ἀσπιδιώτης, ἀσπιστάς, ἀσπιστήρ, ἀσπιστής, ἀσπίστωρ, ἐκπολεμιστής, ἥρως, κορυστής, λοχίτης, λοχῖτις, μαχαίτας, μαχατάρ, μαχατάς, μαχητής, μάχιμος, ὁπλιστάς, ὁπλιστής, ὁπλίτας, ὁπλίτης, ὁπλιτοπάλας, ὁπλιτοπάλης, ὁπλοφόρος, πολεμιστήρ, πολεμιστής, πολεμίστρια, πολεμιστρίς, πτολεμιστής, πτολεμιστρίς, στράτειος, στρατιώτης, τευχηστήρ, τευχηστής; Gujarati: લડવૈયો; Hebrew: לוֹחֵם‎, לוֹחֶמֶת‎; Hindi: लड़ाका, योद्धा, जंगजू; Hungarian: harcos; Indonesian: pendekar; Irish: gaiscíoch, laoch; Italian: guerriero, guerriera; Japanese: 戦士, 武士, 武人, 武者; Kazakh: жауынгер; Khmer: យោធ, ពលយោធា, យុទ្ធការី, យុទ្ធជន; Korean: 싸울아비, 무사(武士), 전사(戰士); Kurdish Northern Kurdish: cengawer, şerker, şervan; Kyrgyz: жоокер; Lao: ນັກຮົບ; Latin: bellator, bellatrix; Latvian: karavīrs, karotājs; Lithuanian: karys, kovotojas; Macedonian: воин; Malay: pahlawan, pejuang, kesatria; Malayalam: യോദ്ധാവ്; Middle English: werreour, kempe; Mon:သရာဲပၞာန်; Mongolian Cyrillic: байлдагч; Navajo: naabaahii; Ngazidja Comorian: mvulana, sudjaa; Norman: dgèrryi; Norwegian Bokmål: kriger, stridsmann; Nynorsk: krigar, stridsmann; Occitan: guerrièr; Old Church Slavonic Cyrillic: воинъ, оимъ; Old East Slavic: воинъ; Old English: cempa; Pali: yodha; Pashto: جنګي‎; Persian: جنگجو‎, سرباز‎; Piedmontese: guerié; Polish: wojownik, wojowniczka, żołnierz, żołnierka, woj, wój, wiciądz; Portuguese: guerreiro, guerreira; Rapa Nui: matato'a; Romanian: luptător, luptătoare; Russian: воин, боец, солдат, ратник; Sanskrit: योद्धृ; Scottish Gaelic: gaisgeach, laoch; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏тнӣк; Roman: rȁtnīk; Slovak: bojovník; Slovene: bojevnik, vojščak; Southern Altai: јуучыл; Spanish: guerrero, guerrera; Sumerian: 𒃼𒊏𒁺𒌝, 𒌨𒊕, 𒄞𒌓; Swedish: krigare, stridsman; Tagalog: mandirigma; Tajik: ҷанговар, аскар, сарбоз; Tatar: сугышчы; Thai: นักรบ; Tocharian B: wetāᵤ; Turkish: savaşçı, asker; Turkmen: urşujy, söweşiji, esger; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: вояк, воїн, боє́ць; Urdu: جنگجو‎; Uyghur: جەڭچى‎, ئەسكەر‎; Uzbek: jangchi, askar, sipoh; Vietnamese: chiến sĩ, chiến binh, võ sĩ; Welsh: rhyfelwr; Yiddish: שלאַכטמאַן‎