ἄθυμος: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=athymos | |Transliteration C=athymos | ||
|Beta Code=a)/qumos | |Beta Code=a)/qumos | ||
|Definition=ἄθυμον,<br><span class="bld">A</span> [[fainthearted]], [[spiritless]], once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463; κακὸς καὶ | |Definition=ἄθυμον,<br><span class="bld">A</span> [[fainthearted]], [[spiritless]], once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463; κακὸς καὶ ἄθυμος [[Herodotus|Hdt.]]7.11; οὐ τοῖς ἀ. ἡ [[τύχη]] ξυλλαμβάνει [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]'' 927, cf. ''OT''319; of nations, opp. [[ἔνθυμος]], Arist.''Pol.''1327b28: Comp. ἀθυμότερος Men.405.2; <b class="b3">ἄθυμος εἶναι πρός τι</b> to have [[little heart]] for it, X.''An.''1.4.9. Adv. [[ἀθύμως]], ἔχειν πρός τι Id.''HG''4.5.4, cf. Isoc.3.58; ἀθύμως διάγειν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.1.24; <b class="b3">ἀθύμως πονεῖν</b> to [[work]] [[without spirit]], Id.''Oec.'' 21.5; <b class="b3">ὁδοὺς ἀ. τιθέντες</b> [[discourage|discouraging]] their [[march]]es, A.''Eu.''770.<br><span class="bld">2</span> [[without anger]] or [[without passion]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 411b, ''Lg.''888a. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄθῡμος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desanimado]], [[desalentado]], [[decaído]] ἀσκελέες καὶ ἄ. <i>Od</i>.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.<i>OT</i> 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.<i>Lys</i>.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.<i>An</i>.1.4.9, cf. Hp.<i>Epid</i>.3.17.2, Men.<i>Fr</i>.336.2, Philostr.<i>Im</i>.1.4.1.<br /><b class="num">2</b> [[pusilánime]], [[sin valor guerrero]] κακὸς καὶ | |dgtxt=(ἄθῡμος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desanimado]], [[desalentado]], [[decaído]] [[ἀσκελής|ἀσκελέες]] καὶ ἄ. <i>Od</i>.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.<i>OT</i> 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.<i>Lys</i>.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.<i>An</i>.1.4.9, cf. Hp.<i>Epid</i>.3.17.2, Men.<i>Fr</i>.336.2, Philostr.<i>Im</i>.1.4.1.<br /><b class="num">2</b> [[pusilánime]], [[sin valor guerrero]] κακὸς καὶ ἄθυμος Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.<i>Fr</i>.927, cf. A.<i>Th</i>.616, Pl.<i>R</i>.456a, de pueblos asiáticos, Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> [[que acaba con el valor]], [[desalentador]] ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.<i>Eu</i>.770.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀθύμως]] = [[desanimadamente]], [[sin ánimos]], [[ἀθύμως]] πρὸς τὸ [[δεῖπνον]] ἔχειν X.<i>HG</i> 4.5.4, cf. Isoc.3.58, [[ἀθύμως]] [[διάγειν]] X.<i>Cyr</i>.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν [[ἀθύμως]] διέκειτο Plb.4.81.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0048.png Seite 48]] 1) | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0048.png Seite 48]] 1) [[mutlos]], Od. 10, 463 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. [[verdrossen]], [[mißmütig]], Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem [[θυμοειδής]] [[entgegengesetzt]], nicht [[zornmütig]], Rep. V, 456 a. – Adv. [[ἀθὐμως]] διάγειν, [[mutlos sei]]n, Xen. Cvr. 3, 1, 24; [[mißmütig sein]], Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:30, 17 April 2024
English (LSJ)
ἄθυμον,
A fainthearted, spiritless, once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463; κακὸς καὶ ἄθυμος Hdt.7.11; οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr. 927, cf. OT319; of nations, opp. ἔνθυμος, Arist.Pol.1327b28: Comp. ἀθυμότερος Men.405.2; ἄθυμος εἶναι πρός τι to have little heart for it, X.An.1.4.9. Adv. ἀθύμως, ἔχειν πρός τι Id.HG4.5.4, cf. Isoc.3.58; ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24; ἀθύμως πονεῖν to work without spirit, Id.Oec. 21.5; ὁδοὺς ἀ. τιθέντες discouraging their marches, A.Eu.770.
2 without anger or without passion, Pl.R. 411b, Lg.888a.
Spanish (DGE)
(ἄθῡμος) -ον
I 1desanimado, desalentado, decaído ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.OT 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.Lys.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.An.1.4.9, cf. Hp.Epid.3.17.2, Men.Fr.336.2, Philostr.Im.1.4.1.
2 pusilánime, sin valor guerrero κακὸς καὶ ἄθυμος Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr.927, cf. A.Th.616, Pl.R.456a, de pueblos asiáticos, Arist.Pol.1327b28.
II que acaba con el valor, desalentador ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.Eu.770.
III adv. ἀθύμως = desanimadamente, sin ánimos, ἀθύμως πρὸς τὸ δεῖπνον ἔχειν X.HG 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀθύμως διέκειτο Plb.4.81.8.
German (Pape)
[Seite 48] 1) mutlos, Od. 10, 463 (ἅπαξ εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmütig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem θυμοειδής entgegengesetzt, nicht zornmütig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀθὐμως διάγειν, mutlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmütig sein, Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
découragé, abattu, mal disposé.
Étymologie: ἀ, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
ἄθυμος:
1 павший духом, пришедший в отчаяние, подавленный (ὡς ἄ. εἰσελήλυθας Soph.);
2 заставляющий пасть духом, наводящий уныние, страшный (ὁδοί Aesch.);
3 малодушный, робкий (ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι Hom.; κακὸς καὶ ἄ. Her.): ἄ. εἶναι πρός τι Xen. бояться чего-л.;
4 невозмутимый, бесстрастный (φύσις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄθῡμος: -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνθυμος, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. εἶναι πρός τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· οὕτως: ἀθύμως ἔχειν πρός τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, ἐργάζομαι ἄνευ προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) ἄνευ θυμοῦ, ἤτοι ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ εὐχάριστος, ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ στίχος εἶναι γνήσιος).
Greek Monotonic
ἄθῡμος: -ον, 1. άτολμος, λιπόψυχος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἄθυμος εἶναι πρός τι, δεν έχω το σθένος, τη δύναμη, την ψυχή, την «καρδιά» για κάτι, σε Ξεν.· παρομοίως και επίρρ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, στον ίδ.
2. χωρίς πάθη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
1. without heart, fainthearted, Od., Hdt., etc.; ἄθ. εἶναι πρός τι to have no heart for a thing, Xen.; so adv., ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen.
2. without passion, Plat.
English (Woodhouse)
dejected, despairing, despondent, melancholy
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν ἔχει θάρρος, λιπόψυχος). Ἀπό τό α στερητ. + θυμός. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀθυμέω -ῶ (=δέν ἔχω θάρρος), ἀθυμία (=λιγοψυχία), ἀθυμητέον.