ἄμυνα: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμῡνα:''' Επικ. αόρ. αʹ του [[ἀμύνω]].
|lsmtext='''ἄμῡνα:''' Επικ. αόρ. αʹ του [[ἀμύνω]].
}}
{{trml
|trtx====[[retaliation]]===
Assamese: সেকা, পোটক; Bengali: প্রতিশোধ; Bulgarian: възмездие, отмъщение; Catalan: represàlia; Chinese Mandarin: 報復/报复; Czech: odplata; Danish: gengældelse; Dutch: [[vergelding]]; Finnish: kosto, kostoisku; French: [[représailles]]; German: [[Vergeltung]]; Greek: [[αντίποινα]], [[εκδίκηση]]; Ancient Greek: [[ἀντιπήρωσις]], [[ἀντίδρασις]], [[ἀντίποινα]], [[ἄμυνα]]; Hungarian: megtorlás; Indonesian: pembalasan; Irish: díoltas; Italian: [[rappresaglia]], [[ritorsione]]; Japanese: 仕返し, 復讐; Korean: 복수(復讐); Latin: [[talio]]; Maori: ngakinga; Marathi: प्रत्याघात, बदला; Norwegian Bokmål: gjengjeldelse; Polish: odwet, retaliacja; Portuguese: [[retaliação]], [[represália]]; Romanian: represalii; Russian: [[возмездие]], [[воздаяние]]; Scottish Gaelic: dìoghaltas, aicheamhail; Spanish: [[represalia]]; Swedish: vedergällning; Tagalog: balik-taga; Turkish: öç, intikam, misilleme; Ukrainian: відплата, покара
}}
}}

Revision as of 13:24, 24 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμῡνα Medium diacritics: ἄμυνα Low diacritics: άμυνα Capitals: ΑΜΥΝΑ
Transliteration A: ámyna Transliteration B: amyna Transliteration C: amyna Beta Code: a)/muna

English (LSJ)

ης, ἡ,
A warding off an attack, self-defence, Theopomp.Com. 3D., Ps.-Phoc.32, Ph.2.31, App.Pun.73, etc.: c. gen. obj., ἐχθρῶν LXX Wi.5.17, Ph.1.322.
II vengeance, requital, Ps.-Phoc.77, Phld.Ir.p.66 W., Nic.Dam.p.104D., Plot.4.4.17, etc.

Spanish (DGE)

(ἄμῡνα) -ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 defensa ἔχειν ἄμυναν Theopomp.Com.98a, τὸ ξίφος ἀμφιβαλοῦ μὴ πρὸς φόνον, ἀλλ' ἐς ἄμυναν Ps.Phoc.32, κέρατα ... φέρεις πρὸς ἄμυναν Aesop.275, cf. Ph.2.31, Onas.6.3, App.Pun.73, BC 2.118, Plu.Thes.30, Ach.Tat.3.20.3, S.E.P.1.68, Philostr.Iun.Im.5, Eudoc.Cypr.2.138
c. gen. subjet. ἡ δὲ τῆς σφενδόνης ἄμυνα Onas.19.3
c. gen. obj. ἄμυνα ἐχθρῶν LXX Sap.5.17, Ph.1.322
fig. μία γὰρ ἀντὶ πάντων ἄμυνα γενήσεται πρὸς αὐτοὺς S.E.M.1.98, cf. Ach.Tat.2.29.5.
2 venganza, represalia Δίκῃ δ' ἀπόλειψον ἄμυναν Ps.Phoc.77, cf. Plu.2.817c, Phld.Ir.p.66, Aesop.51.3, 246.2, I.BI 5.404, AI 6.284, 289, Plot.4.4.17, Clem.Al.Strom.5.4.27
c. gen. obj. πρὸς ἄμυναν τῶν ἐπικαλεσαμένων αὐτὸν ἐτράπησαν D.C.Epit.8.6.1.
• Etimología: Cf. ἀμύνω.

German (Pape)

[Seite 131] ἡ, Verteidigung, Rache, Plut. Thes. 29 Caes. 44, oft; App. Pun. 8, 73 Civ. 2, 118 u. Sp., s. Lob. Phryn. 23; die Atticisten verwerfen das Wort.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
action de se défendre.
Étymologie: ἀμύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἄμῡνα: (ᾰμ) ἡ защита, оборона или отмщение, возмездие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμῡνα: -ης, -ἡ, ἀπόκρουσις προσβολῆς, ὑπεράσπισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, Πλουτ. Θησ. 29, Καῖσαρ 44, Ἀππ. Καρχ. 8. 73: μ. γεν. πρὸς ἄμυναν τῶν ἀδικούντων, Ἀλεξ. Ἀφροδ. - «ἄμυνα, ἀμοιβή», Σουΐδ., ὁ δὲ Φρύνιχος λέγει: «ἄμυναν μὴ εἴπῃς, ἀλλ, εἰς ῥῆμα μεταβάλλων, ἀμύνασθαι· πάντα γὰρ τὰ τοῦ ῥήματος εὐδόκιμα...» σ. 23, ἔκδ. Λοβ. οὗ ἴδε καὶ τὴν σημείωσιν.

Greek Monolingual

η (Α ἄμυνα)
αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση
νεοελλ.
1. προστασία της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου
2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου
3. ικανότητα, δύναμη για άμυνα, αμυντικότητα
4. η αμυντική γραμμή ενός στρατού
5. φρ. «ενεργός άμυνα» — η άμυνα που δεν περιορίζεται στην απόκρουση, αλλά προχωρεί και σε επίθεση (αντίθ. παθητική άμυνα)
αρχ.
αντεκδίκηση, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀμύνω (πρβλ. εὐθύνωεὔθυνα, ἐρευνῶ- ἔρευνα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνίας.
ΣΥΝΘ. αρχ. χειμάμυνα «χειμωνιάτικο πανωφόρι»].

Greek Monotonic

ἄμῡνα: Επικ. αόρ. αʹ του ἀμύνω.

Translations

retaliation

Assamese: সেকা, পোটক; Bengali: প্রতিশোধ; Bulgarian: възмездие, отмъщение; Catalan: represàlia; Chinese Mandarin: 報復/报复; Czech: odplata; Danish: gengældelse; Dutch: vergelding; Finnish: kosto, kostoisku; French: représailles; German: Vergeltung; Greek: αντίποινα, εκδίκηση; Ancient Greek: ἀντιπήρωσις, ἀντίδρασις, ἀντίποινα, ἄμυνα; Hungarian: megtorlás; Indonesian: pembalasan; Irish: díoltas; Italian: rappresaglia, ritorsione; Japanese: 仕返し, 復讐; Korean: 복수(復讐); Latin: talio; Maori: ngakinga; Marathi: प्रत्याघात, बदला; Norwegian Bokmål: gjengjeldelse; Polish: odwet, retaliacja; Portuguese: retaliação, represália; Romanian: represalii; Russian: возмездие, воздаяние; Scottish Gaelic: dìoghaltas, aicheamhail; Spanish: represalia; Swedish: vedergällning; Tagalog: balik-taga; Turkish: öç, intikam, misilleme; Ukrainian: відплата, покара