δουπέω: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doupeo
|Transliteration C=doupeo
|Beta Code=doupe/w
|Beta Code=doupe/w
|Definition=fut. δουπήσω ''AP''9.427 ([[si vera lectio|s.v.l.]], Barb.): Ep. aor. δούπησα Il.4.504, al.; also [[ἐγδούπησα]] (from [[γδουπέω]]) 11.45: pf. δέδουπα 23.679, Nic.''Al.''15, A.R.1.1304, Euph.40; not freq. exc. in Ep.: ([[δοῦπος]]):—[[sound heavy]] or [[sound dead]]; in Hom., of the [[heavy]] [[thud]] of a [[corpse]], opp. the [[clash]]ing of the [[armour]], δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ Il.4.504, al.; ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς 13.426; δεδουπότος Οἰδιπόδαο 23.679, cf. A.R.1.1304, Euph.40; <b class="b3">δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν</b> [[fall]]s with [[heavy]] [[sound]] upon their [[breast]]s, E.''Alc.''104 (lyr.); of [[rower]]s, <b class="b3">κώπῃ δουπεῖν</b> dub. in ''AP''9.427 (Barb.); of [[soldier]]s, [[strike heavily]], ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν X.''An.''1.8.18; τοῖς δόρασι δ. πρὸς τὰς ἀσπίδας Arr.''An.''1.6.4:—Pass., aor. δουπήθησαν ''AP'' 9.283 (Crin.).—Rare in Prose, cf. Luc.''Hist.Conscr.''22. (Said to be Cypr., ''AB''1095.)
|Definition=fut. δουπήσω ''AP''9.427 ([[si vera lectio|s.v.l.]], Barb.): Ep. aor. δούπησα Il.4.504, al.; also [[ἐγδούπησα]] (from [[γδουπέω]]) 11.45: pf. δέδουπα 23.679, Nic.''Al.''15, A.R.1.1304, Euph.40; not freq. exc. in Ep.: ([[δοῦπος]]):—[[sound heavy]] or [[sound dead]]; in Hom., of the [[heavy]] [[thud]] of a [[corpse]], opp. the [[clash]]ing of the [[armour]], δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ Il.4.504, al.; ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς 13.426; δεδουπότος Οἰδιπόδαο 23.679, cf. A.R.1.1304, Euph.40; <b class="b3">δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν</b> [[fall]]s with [[heavy]] [[sound]] upon their [[breast]]s, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''104 (lyr.); of [[rower]]s, <b class="b3">κώπῃ δουπεῖν</b> dub. in ''AP''9.427 (Barb.); of [[soldier]]s, [[strike heavily]], ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν X.''An.''1.8.18; τοῖς δόρασι δ. πρὸς τὰς ἀσπίδας Arr.''An.''1.6.4:—Pass., aor. δουπήθησαν ''AP'' 9.283 (Crin.).—Rare in Prose, cf. Luc.''Hist.Conscr.''22. (Said to be Cypr., ''AB''1095.)
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 13:00, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουπέω Medium diacritics: δουπέω Low diacritics: δουπέω Capitals: ΔΟΥΠΕΩ
Transliteration A: doupéō Transliteration B: doupeō Transliteration C: doupeo Beta Code: doupe/w

English (LSJ)

fut. δουπήσω AP9.427 (s.v.l., Barb.): Ep. aor. δούπησα Il.4.504, al.; also ἐγδούπησα (from γδουπέω) 11.45: pf. δέδουπα 23.679, Nic.Al.15, A.R.1.1304, Euph.40; not freq. exc. in Ep.: (δοῦπος):—sound heavy or sound dead; in Hom., of the heavy thud of a corpse, opp. the clashing of the armour, δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ Il.4.504, al.; ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς 13.426; δεδουπότος Οἰδιπόδαο 23.679, cf. A.R.1.1304, Euph.40; δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν falls with heavy sound upon their breasts, E.Alc.104 (lyr.); of rowers, κώπῃ δουπεῖν dub. in AP9.427 (Barb.); of soldiers, strike heavily, ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν X.An.1.8.18; τοῖς δόρασι δ. πρὸς τὰς ἀσπίδας Arr.An.1.6.4:—Pass., aor. δουπήθησαν AP 9.283 (Crin.).—Rare in Prose, cf. Luc.Hist.Conscr.22. (Said to be Cypr., AB1095.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. γδουπέω Il.11.45
• Morfología: [aor. ind. 3a sg. sin aum. δούπησεν Il.4.504, 3a plu. ἐγδούπησαν Il.11.45 (interpr. como comp. ἐκδούπησαν por Hsch.); perf. ind. 1a sg. δέδουπα Il.23.679, Nic.Al.15, A.R.1.1304, Euph.67.2]
1 meter ruido, causar estruendo, hacer resonar c. suj. animado δούπησεν δὲ πεσών ref. un guerrero Il.4.504, cf. Tyrt.1.59, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη Il.11.45, δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν sobre el pecho, E.Alc.104, χαλκείην πλαταγὴν ἐν χερσὶ τινάσσων δούπει A.R.2.1056, c. dat. instrum. ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν X.An.1.8.18, cf. Arr.An.1.6.4
c. suj. de cosa retumbar, resonar ἄστυρά τε Πριόλαο καταστρεφθέντα δέδουπε Nic.l.c., τὸ τεῖχος δὲ πεσὸν μεγάλως ἐδούπησε Anon.Hist.203.3a, cf. AP 9.427 (Barb.).
2 caer muerto ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς o él mismo caer muerto defendiendo del desastre a los aqueos, Il.13.426, c. dat. instrum. ἡμετέροισι Γίγας δούπησε βελέμνοις AP 4.3b.27, cf. AB 1095, en v. med.-pas. οἱ δ' ἄρα δουπήθησαν ἀολλέες AP 9.283 (Crin.)
part. perf. muerto δεδουπότος Οἰδιπόδαο Il.23.679, Πελίαο δεδουπότος A.R.1.1304, cf. 4.557, Euph.l.c., Orph.A.1163, δεδουπότος ... λαοῦ Orph.A.535, σὺ ... δεδουπώς Triph.399
del guerrero caído en el campo de batalla πάντα νέκυν μάστευε δεδουπότα AP 7.430 (Diosc.)
subst. ὁ δεδουπώς = el caído, el muerto Lyc.285.

German (Pape)

[Seite 662] perf. δέδουπα, einen dumpfen oder rasselnden Ton von sich geben, krachen, rasseln, tosen. Verwandt κτυπέω, κτύπος? Vgl. ἐρίγδουπος und ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Iliad. 11, 45. – Bei Homer oft von dem Geräusche, welches der Fall im Kampfe hinstürzender und zum Tode getroffener Krieger verursacht, wobei wohl eben so sehr an das Aufschlagen auf den Erdboden wie an das Gerassel der Waffen zu denken; vgl. Xen. Anab. 1, 8, 18 λέγουσι δέ τινες ὡς καὶ ταῖς ἀσπ ίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν φόβον ποιοῦντες τοῖς ἵπποις; Iliad. 20, 451 ἰων ἐς δοῦπον ἀκόντων; Odyss. 16, 10 ποδῶν δ' ὑπὸ δοῦπον ἀκούω. Aristarch scheint nur, oder doch vorwiegend an das Gerassel der Waffen gedacht zu haben, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 16, 822. 13, 426. Der Gebrauch des Wortes ist bei Homer ganz formelhaft: δούπησεν δὲ πεσών Versanfang Iliad. 4, 504. 5, 42. 540. 617. 11, 449. 13, 187. 373. 442. 15, 421. 524. 578. 16, 325. 401. 599. 822. 17, 50. 311. 580. 20, 388 Odyss. 22, 94. 24, 525. In einer Anzahl von Stellen füllt den Rest des Verses hinter δούπ ησεν δὲ πεσών der Zusatz ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ: Iliad. 4, 504. 5, 42. 540. 13, 187. 17, 50. 311 Odyss. 24, 525. Abweichend von dem formelhaften Gebrauch Iliad. 13, 426 Ἰδομενε ὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα, ἵετο δ' αἰεὶ ἠέ τινα Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς. Abweichend auch Iliad. 23, 679 Εὐρύαλος δέ οἱ οἶος ἀνίστατο, ἰσόθεος φώς, Μηκιστέος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος, ὅς ποτε Θήβασδ' ἦλθε δεδουπότος Οἰδιπόδαο ἐς τάφον· ἔνθα δὲ πάντας ἐνίκα Καδμείωνας. Die Homerischen Glossographen (vgl. Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 52 sqq.) nahmen das Homerische δουπῆσαι schlechtweg = ἀποθανεῖν, und so auch das δεδουπότος Οἰδιπόδαο schlechtweg = τεθνηκότος. So wird in Bekk. Anecd. p. 1095 δούπησεν· ἀπέθανεν als kyprische Glosse aufgeführt. Aristarch zeigte, daß Homer in Bezug auf den Ausgang des Oedipus einer Sage gefolgt sein müsse, welche von der späteren allgemein verbreiteten wesentlich abwich; nach Homer sei Oedipus in (oder bei) Theben gestorben (ἐν Θήβαις), und zwar sei er entweder im Kampfe (ἐν πολέμῳ) gefallen oder habe sich von einem Felsen herabgestürzt: νοητέον ὅτι ἤτοι ἐν πολέμῳ τετελεύτηκε, ψοφο ῦσι γὰρ οἱ πίπτοντες, »δούπησεν δὲ πεσών«, ἢ κατεκρήμνισεν ἑαυτόν· καὶ γὰρ οὗτοςθάνατος μετὰ ψόφου. Der Annahme, Oedipus sei nach Homer im Kampfe gefallen, scheint Aristarch den Vorzug gegeben zu haben; nur diese Annahme bezeichnet Apollon. Lex. Homer. p 60, 11 als Aristarchisch. S. übrigens Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 679. 16, 822. 13, 426 Eustath. Iliad. 23, 679 p 1323. 42; Lehrs Aristarch. p. 110. – Nachahmung Homers bei Euphorio frgm. 36 Meinek. Anall. Alex. p. 69 (aus Scholl. Theocrit. 10, 28) Πορφυρέη ὑάκινθε, σὲ μὲν μία φῆμις ἀοιδῶν Ῥοιτείῃς ἀμάθοισι δεδουπότος Αἰακίδαο εἴαρος ἀντέλλειν, γεγραμμένα κωκύουσαν, vgl. Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 65 sq. – An das Homerische δεδουπότος schließt sich δέδουπεν ὑφ' Ἡρακλῆος Archi. 27 (Plan. 94): öfter für niederstürzen, die sp. D., bes. Nonn.; Crinag. 28 (IX, 283) sagt sogar οἱ δ' ἄρα δουπήθησαν ἀολλέες, sie wurden niedergestreckt. Sonst selten, δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν Eur. Alc. 104, von Klagenden, die mit der Hand an die Brust schlagen; ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν Xen. An. 1, 8. 18, wofür 4, 5, 18 ἔκρουσαν steht; τοῖς δόρασι δουπῆσαι πρὸς τὰς ἀσπίδας Arr. An. 1, 6, 7; τεῖχος ἐδούπησε Luc. conscr. hist. 22. – S. auch ἐπιδουπέω u. γδουπέω.

French (Bailly abrégé)

δουπῶ :
f. δουπήσω, ao. ἐδούπησα, pf.2 δέδουπα;
1 faire un bruit sourd en tombant;
2 p. ext. faire du bruit en frappant ; abs. δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν EUR la main des femmes frappe avec bruit (leur poitrine).
Étymologie: δοῦπος.

Russian (Dvoretsky)

δουπέω: арх. - поэт. γδουπέω
1 издавать глухой звук, гудеть: δούπησεν πεσών Hom. он с грохотом упал;
2 стучать (ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα Xen.): δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν Eur. женщины бьют себя руками (в грудь);
3 падать, погибать (δεδουπότος Οἰδιπόδαο τάφος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δουπέω: μέλλ. -ήσω, Ἀνθ. Π. 9. 427· Ἐπ. ἀόρ. δούπησα Ἰλ.· ὡσαύτως ἐγδούπησα (ἐκ τοῦ γδουπέω, πρβλ τύπτω, κτυπέω) Ἰλ. Λ. 45· πρκμ. δέδουπα Ψ. 679 (δοῦπος). Ἐκβάλλω βαρὺν ἦχον πίπτων· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς βαρείας πτώσεως σώματος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κλαγγὴν τῶν ὅπλων, δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε’ ἐπ’ αὐτῷ Ἰλ. Δ. 504· ἄνευ τοῦ πεσών, ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς Ν. 426· δεδουπότος Οἰδιπόδαο Ψ. 679· οὐχὶ συχνὸν παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι, δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν, πίπτει μὲ βαρὺν ἦχον ἐπὶ τοῦ στήθους των, Εὐρ. Ἀλκ. 104· ἐπὶ ἑρπετῶν, κώπῃ δουπεῖν Ἀνθ. Π. 9. 427· ἐπὶ στρατιωτῶν, κτυπῶ δυνατά, ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18 (ὡς τὸ ἔκρουσαν αὐτόθι 4. 5, 18)· ἀλλἀ τὸ ῥῆμα εἶναι Ἐπ. καὶ ἀπαντᾷ μόνον ἅπαξ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, πρβλ. δοῦπος· - παθ. τύπος δουπήθησαν ἐν Ἀνθ. Π. 9. 283.

English (Autenrieth)

(δοῦπος), old form γδουπέω: ἐπὶ (adv.) δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη, thundered, Il. 11.45 (cf. ἐρίγδουπος); often δούπησεν δὲ πεσών, fell with a thud, and without πεσών, δουπῆσαι, Il. 13.426; δεδουπότος Οἰδιπόδᾶο | ἐς τάφον, Il. 23.679. See δοῦπος.

Greek Monotonic

δουπέω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ δούπησα, επίσης ἐγδούπησα (όπως αν προερχόταν από το γδουπέω), παρακ. δέδουπα (δοῦπος)· κάνω γδούπο πέφτοντας, δούπησεν πεσών, έπεσε με έναν υπόκωφο θόρυβο, με γδούπο, σε Ομήρ. Ιλ.· δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν, πέφτει με βαρύ ήχο πάνω στα στήθη τους, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐγδούπησα (as if from γδουπέὠ] δοῦπος
to sound heavy or dead, δούπησεν πεσών with a thud he fell, Il.; δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν falls with heavy sound upon their breast, Eur.