ὑπηρετικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1206.png Seite 1206]] ή, όν, zum Rudern gehörig, ''[[sc.]]'' πλοῖ. ον, Ruderschiff, Lichterböte, Dem. 50, 46; [[σκάφος]], Strab. 5, 3, 5. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1206.png Seite 1206]] ή, όν, zum Rudern gehörig, ''[[sc.]]'' πλοῖ. ον, Ruderschiff, Lichterböte, Dem. 50, 46; [[σκάφος]], Strab. 5, 3, 5. – Übh. zum Handreichen, Bedienen gehörig, Plat. ''Euthyphr.'' 13 d; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἀρχικός]], im superl., Legg. XII, 942 e; ὅπλα, die Waffen der gemeinen Miethstruppen, Xen. Cyr. 2, 1, 18; [[κέλης]], Hell. 1, 6, 36. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 06:39, 30 October 2024
English (LSJ)
ὑπηρετική, ὑπηρετικόν,
A menial, ἐν ὑ. μοίρᾳ τινί Pl.Plt. 290c; ὅπλα ὑ. the Arm. of the hired soldiery, X.Cyr.2.1.18.
2 of or for service, doing service, τὸ μὲν ὑπηρετικώτατον.. τῷ σώματι, τὸ δὲ ἀρχικώτατον Pl.Lg.942e; ἐπιμέλειαι ὑ. of public servants, Arist.Pol.1299a24; ἡ θεοῖς ὑ. (sc. τέχνη) Pl.Euthphr.13e; ἡ ἰατροῖς ὑ. εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν τυγχάνει οὖσα ὑ.; ib.d; serviceable, τοῖς τῆς ψυχῆς ἔργοις ὑπηρετικώτατον.. τὸ θερμόν ἐστιν Arist.PA52b10.
3 opp. ἀρχικός, subordinate, Id.Pol.1260a23, cf. 1256a5; ἀγαθά, opp. προηγούμενα, Arr.Epict.2.8.6, cf. Iamb.Myst.1.5.
4 ὑ. κέλης a cock-boat, attending on a larger vessel, X.HG1.6.36; ὑπηρετικόν, τό (sc. πλοῖον), dispatch-boat, tender, D.50.46, Decr. ap. eund.18.106; in full, ὑ. [πλοῖον] restd. in SIG1053.12 (Samothrace, i B. C.); ὑ. νῆες D.S. 13.14; ὁ ἐπὶ τῶν ὑ. Aeschin.2.73.
German (Pape)
[Seite 1206] ή, όν, zum Rudern gehörig, sc. πλοῖ. ον, Ruderschiff, Lichterböte, Dem. 50, 46; σκάφος, Strab. 5, 3, 5. – Übh. zum Handreichen, Bedienen gehörig, Plat. Euthyphr. 13 d; Gegensatz ἀρχικός, im superl., Legg. XII, 942 e; ὅπλα, die Waffen der gemeinen Miethstruppen, Xen. Cyr. 2, 1, 18; κέλης, Hell. 1, 6, 36.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le service ou les gens de service : κέλης ὑπηρετικός XÉN, τὸ ὑπηρετικόν (πλοῖον) DÉM bâtiment léger au service des gros navires pour certains offices (transport de dépêches, d'ordres, etc.);
2 qui concerne les troupes mercenaires : ὅπλα ὑπηρετικά XÉN l'arsenal des mercenaires.
Étymologie: ὑπηρέτης.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηρετικός: 3
1 служилый, наемный: ὑπηρετικὴ μοῖρα Plat. служилое сословие; ὅπλα ὑπηρετικά Xen. вооружение наемных войск;
2 служебный, вспомогательный (κέλης Xen.);
3 оказывающий услуги, полезный: ὑ. τινι Arst. и τινος Plut. полезный (важный) для чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὑπηρέτας, ἐν ὑπ. μοῖρᾳ τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 290C· ὅπλα ὑπ., τὰ ὅπλα τῶν μισθοφόρων στρατιωτῶν, Ξεν. Κυρ. Παιδ. 2. 1, 18. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὑπηρεσίαν, ἐκτελῶν ὑπηρεσίαν, τὸ μὲν ὑπηρετικώτατον, τῷ σώματι, τὸ δὲ ἀρχικώτατον Πλάτ. Νόμ. 942Ε· ἐπιμέλειαι ὑπηρ., ἐπὶ δημοσίων ὑπηρετῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3· ἡ θεοῖς… ὑπ. (ἐξυπακ. τέχνη) Πλάτ. Εὐθύφρων 13D· ἡ ἰατροῖς ὑπ. εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν αὐτόθι· ὠφέλιμος, τοῖς τῆς ψυχῆς ἔργοις ὑπηρετικώτατον... τὸ θερμόν ἐστιν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 7, 6. 3) ὡσαύτως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρχικός, ὑποτελής, ὑπεξούσιος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13. 9, πρβλ. 1. 8, 1, καὶ ἴδε σκεῦος 2. 4) κέλης ὑπ., μικρὸν ἀκάτιον χρησιμεῦον εἰς ὑπηρεσίας μεγαλειτέρου πλοίου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 37· τὸ ὑπηρετικὸν (ἐξυπακ. πλοῖον), χρησιμεῦον εἰς ὑπηρεσίαν, εἰς ἀγγελίας, ἀγγελιαφόρον, πρόσκοπος, Δημ. 1220 ἐν τέλ., ψήφισμα ἐν 262. 6, Διόδ., κλπ.: οἱ ἐπὶ τῶν ὑπ. Αἰσχίν. 37. 31· - οὕτως ἡ Πάσαλος καὶ ἡ Σαλαμινία καλοῦνται ὑπηρέτιδες ὑπὸ τοῦ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 204.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπηρετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπηρέτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά»)
2. εξυπηρετικός
νεοελλ.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υπηρετικό
πλοίο στόλου για βοηθητικές υπηρεσίες, κυρίως για μεταβίβαση εντολών («ἀφικνεῖται ἐκ Μεθώνης τῆς Μακεδονίας ὑπηρετικὸν εἰς Θάσον», Δημοσθ.)
μσν.
1. ο υποτεταγμένος, ο υποκείμενος
2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στη διακονία της Εκκλησίας
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπηρετικόν
η διακονία, η υπηρεσία στον ναό
αρχ.
1. πρόθυμος να κάνει εξυπηρετήσεις
2. ωφέλιμος
3. υποτελής, σε αντιδιαστολή προς τον εξουσιαστικό
4. φρ. «ὑπηρετικὸς κέλης» — μικρό βοηθητικό πλοίο (Ξεν.).
επίρρ...
υπηρετικώς / ὑπηρετικῶς ΝΜ- με την ιδιότητα του υπηρέτη.
Greek Monotonic
ὑπηρετικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ὑπηρέτας, δουλικός, σε Πλάτ.· ὅπλα ὑπηρετικά, όπλα μισθοφόρων στρατιωτών, σε Ξεν.
2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην υπηρεσία, εκτελεστής υπηρεσίας, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. υποτελής, υποταγμένος, σε Αριστ.
4. κέλης ὑπηρετική, μικρή βάρκα πλοίου (ακάτιο), που χρησιμεύει στις υπηρεσίες μεγαλυτέρου πλοίου, σε Ξεν.· τὸ ὑπηρετικόν (ενν. πλοῖον), συνοδευτικό πλοίο, σκάφος, βάρκα, ταχυκίνητο σκάφος της υπηρεσίας διαβιβάσεων, εφοδιοφόρο πλοίο, βοηθητικό πλοίο, πλοίο πρόσκοπος, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑπηρετικός, ή, όν
1. of or for the ὑπηρέται, menial, Plat.; ὅπλα ὑπ. the arms of the hired soldiery, Xen.
2. of or for service, doing service, Plat., etc.
3. subordinate, Arist.
4. κέλης ὑπ. a cockboat, attending on a larger vessel, Xen.; τὸ ὑπ. (sc. πλοῖον) an attendant vessel, despatch-boat, tender, Dem.