σποράδην: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sporadin | |Transliteration C=sporadin | ||
|Beta Code=spora/dhn | |Beta Code=spora/dhn | ||
|Definition=[ᾰ], Adv. [[scatteredly]], [[here and there]], σποράδην ἀπώλλυντο Th.2.4 ([[varia lectio|v.l.]] for [[σποράδες]]); [[οἰκεῖν]], i.e. not in communities, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 322b, Isoc.4.39; <b class="b3">τὰ λεγόμενα σποράδην</b> Arist.''Pol.''1259a4; <b class="b3">σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενος</b>, of Homer before [[Peisistratus]], ''AP''11.442; σποράδην ἀναγέγραπται Plu.2.629e; <b class="b3">οἱ σποράδην</b>, opp. <b class="b3">οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί</b>, D.L. 8.91. | |Definition=[ᾰ], Adv. [[scatteredly]], [[here and there]], σποράδην ἀπώλλυντο Th.2.4 ([[varia lectio|v.l.]] for [[σποράδες]]); [[οἰκεῖν]], i.e. not in communities, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 322b, Isoc.4.39; <b class="b3">τὰ λεγόμενα σποράδην</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1259a4; <b class="b3">σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενος</b>, of Homer before [[Peisistratus]], ''AP''11.442; σποράδην ἀναγέγραπται Plu.2.629e; <b class="b3">οἱ σποράδην</b>, opp. <b class="b3">οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί</b>, D.L. 8.91. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:31, 21 November 2024
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. scatteredly, here and there, σποράδην ἀπώλλυντο Th.2.4 (v.l. for σποράδες); οἰκεῖν, i.e. not in communities, Pl.Prt. 322b, Isoc.4.39; τὰ λεγόμενα σποράδην Arist.Pol.1259a4; σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενος, of Homer before Peisistratus, AP11.442; σποράδην ἀναγέγραπται Plu.2.629e; οἱ σποράδην, opp. οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί, D.L. 8.91.
German (Pape)
[Seite 924] adv., zerstreu't, einzeln; ἄλλοι δὲ ἄλλῃ τῆς πόλεως σπ. ἀπώλλυντο, Thuc. 2, 4; ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, Plat. Prot. 322 a, wie Isocr. 4, 39; Pol. 3, 22, 10; καὶ ἀτάκτως, 8, 32, 9, und öfter.
French (Bailly abrégé)
adv.
çà et là.
Étymologie: σποράς, -δην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σποράδην [σποράς] adv., verstrooid, verspreid.
Russian (Dvoretsky)
σποράδην: (ᾰ) adv. разбросанно, в разных местах, там и сям (οἰκεῖν Plat.; τὰ λεγόμενα Arst.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σποραδικά, σκόρπια, εδώ κι εκεί («ἄλλοι δὲ ἄλλη τῆς πόλεως σποράδην ἀπώλοντο», Θουκ.)
αρχ.
(με το άρθρ. αρσ. πληθ.) οἱ σποράδην
οι κοινοί άνθρωποι, σε αντιδιαστολή προς τους Πυθαγορείους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποράς + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχάδην)].
Greek Monotonic
σποράδην: [ᾰ], επίρρ., σποραδικά, εδώ κι εκεί, σκόρπια, Λατ. sparsim, σε Θουκ., Πλάτ.· περιστασιακά, τυχαία, συμπτωματικά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σποράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., διεσκορπισμένως, «σκορπιστά», ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Λατ. sparsim, σπ. ἀπόλλυσθαι Θουκ. 2. 4· οἰκεῖν Πλάτ. Πρωτ. 322Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 48C· τὰ λεγόμενα σπ. Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 7· σπ. τὸ πρὶν ἀειδόμενος, ἀναμίξ. ἀτάκτως, Ἀνθ. Π. 11. 442· σπ. ἀναγέγραπταΙ Πλούτ. 2. 269D· οἱ σπ. Πυθαγόρειοι, ἀντίθετον τῷ οἱ ἐλλόγιμοι, Διογ. Λ. 8. 91.
Middle Liddell
scatteredly, here and there, Lat. sparsim, Thuc., Plat.: casually, Anth.
English (Woodhouse)
here and there, in a scattered way, in scattered groups