ἀλεγεινός: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(SL_1) |
(big3_2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰλεγεινός</b> <br /> <b>1</b> [[distressing]] Κῆρες [[ὀλβοθρέμμονες]] μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223. | |sltr=<b>ᾰλεγεινός</b> <br /> <b>1</b> [[distressing]] Κῆρες [[ὀλβοθρέμμονες]] μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[que puede producir daño]], [[peligroso]], [[lleno de riesgos]] κύματα <i>Il</i>.24.8, ῥέεθρα <i>Il</i>.17.749, ἐφημοσύνη <i>Od</i>.12.226, νότοι Arat.291<br /><b class="num">•</b>c. inf. (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι <i>Il</i>.10.402.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que hace daño]], [[dañino]], [[pernicioso]] en sent. físico αἰχμή <i>Il</i>.5.658, Ἄρης <i>Il</i>.13.569, μάχη <i>Il</i>.18.248<br /><b class="num">•</b>[[doloroso]], [[torturante]] πυρή <i>Il</i>.4.99, νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη Orph.<i>L</i>.291<br /><b class="num">•</b>de esfuerzos físicos [[agotador]] πυγμαχίη <i>Il</i>.23.653, παλαισμοσύνη <i>Il</i>.23.701, <i>Od</i>.8.126, εἰρεσίη <i>Od</i>.10.78<br /><b class="num">•</b>c. un abstr. [[que aporta dolor o sufrimiento]] [[ἀγγελίη]] <i>Il</i>.2.787, 18.17, μεριμνάματα Pi.<i>Fr</i>.223, ἀλεγεινὰ ... λίνα Μοιρῶν Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.199 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα Call.<i>Del</i>.239.<br /><b class="num">2</b> [[que trae consigo molestias o dificultades]], [[molesto]] νηπιέη <i>Il</i>.9.491, ναυτιλίη A.R.4.191.<br /><b class="num">3</b> [[que trae funestas consecuencias]], [[fatal]] de acciones y disposiciones anímicas κακορραφίη <i>Il</i>.15.16, <i>Od</i>.12.26, ὑπερβασίη <i>Od</i>.3.206, Hes.<i>Fr</i>.386, [[ἀγηνορίη]] <i>Il</i>.22.457, [[εἰκαιοσύνη]] Timo <i>SHell</i>.810, συνθεσίαι A.R.4.377, ὕβρις A.R.3.582.<br /><b class="num">III</b> [[agudo]], [[vivísimo]] de sensaciones ὀδύνη <i>Il</i>.11.398, μαχλοσύνη <i>Il</i>.24.30<br /><b class="num">•</b>fig. τὸν δ' ἀλεγεινὰ παραβλήδην [[ἐνένιπεν]] Q.S.5.237.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς [[dolientemente]] ἀχνυμένη ἀ. Q.S.3.557. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, Ep. for ἀλγεινός,
A causing pain, grievous, αἰχμή, μάχη, Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.Fr.277 : c. inf., troublesome, ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402 : neut. as Adv. -εινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239. Regul. Adv. -νῶς Q.S.3.557.
German (Pape)
[Seite 91] ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεθρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεγεινός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀλγεινός, ὀδυνηρός, θλιβερός, αἰχμή, μάχη, Ἰλ. Ε. 658., Σ. 248· εἰρεσίη, Ὀδ. Κ. 78· μεριμνάματα, Πινδ. Ἀποσπ. 245· μετ’ ἀπαρ., ὀχληρός, δύσκολος, ἵπποι ἀλεγεινοὶ ... δαμήμεναι, Ἰλ. Κ. 402. -Ἐπίρρ. -νῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 557.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
douloureux, pénible.
Étymologie: cf. ἀλγεινός.
English (Autenrieth)
(ἄλγος), comp. neut. ἄλγιον, sup. ἄλγιστος: painful, hard, toilsome; πυγμαχίη, κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught with trouble,’ Il. 24.30; freq. w. inf., ἡμίονος ἀλγίστη δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. ἄλγιον, used in exclamations, τῷ δ' ἄλγιον, ‘so much the worse’ for him!
English (Slater)
ᾰλεγεινός
1 distressing Κῆρες ὀλβοθρέμμονες μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I que puede producir daño, peligroso, lleno de riesgos κύματα Il.24.8, ῥέεθρα Il.17.749, ἐφημοσύνη Od.12.226, νότοι Arat.291
•c. inf. (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402.
II 1que hace daño, dañino, pernicioso en sent. físico αἰχμή Il.5.658, Ἄρης Il.13.569, μάχη Il.18.248
•doloroso, torturante πυρή Il.4.99, νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη Orph.L.291
•de esfuerzos físicos agotador πυγμαχίη Il.23.653, παλαισμοσύνη Il.23.701, Od.8.126, εἰρεσίη Od.10.78
•c. un abstr. que aporta dolor o sufrimiento ἀγγελίη Il.2.787, 18.17, μεριμνάματα Pi.Fr.223, ἀλεγεινὰ ... λίνα Μοιρῶν Orác. en ZPE 7.1971.199 (III d.C.)
•neutr. como adv. ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239.
2 que trae consigo molestias o dificultades, molesto νηπιέη Il.9.491, ναυτιλίη A.R.4.191.
3 que trae funestas consecuencias, fatal de acciones y disposiciones anímicas κακορραφίη Il.15.16, Od.12.26, ὑπερβασίη Od.3.206, Hes.Fr.386, ἀγηνορίη Il.22.457, εἰκαιοσύνη Timo SHell.810, συνθεσίαι A.R.4.377, ὕβρις A.R.3.582.
III agudo, vivísimo de sensaciones ὀδύνη Il.11.398, μαχλοσύνη Il.24.30
•fig. τὸν δ' ἀλεγεινὰ παραβλήδην ἐνένιπεν Q.S.5.237.
IV adv. -ῶς dolientemente ἀχνυμένη ἀ. Q.S.3.557.