φρόνημα: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(Bailly1_5) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>A.</b> <i>au mor.</i> ;<br /><b>I.</b> esprit, intelligence, pensée;<br /><b>II.</b> manière de penser, sentiment :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> manière de penser grande <i>ou</i> élevée, courage, grandeur d’âme, noblesse, sentiments élevés;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> orgueil, présomption, arrogance, fierté;<br /><b>B.</b> <i>au phys.</i> cœur, <i>c.</i> φρένες.<br />'''Étymologie:''' [[φρονέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>A.</b> <i>au mor.</i> ;<br /><b>I.</b> esprit, intelligence, pensée;<br /><b>II.</b> manière de penser, sentiment :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> manière de penser grande <i>ou</i> élevée, courage, grandeur d’âme, noblesse, sentiments élevés;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> orgueil, présomption, arrogance, fierté;<br /><b>B.</b> <i>au phys.</i> cœur, <i>c.</i> φρένες.<br />'''Étymologie:''' [[φρονέω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[φρονέω]]; ([[mental]]) [[inclination]] or [[purpose]]: (be, + be carnally, + be spiritually) [[mind]](-ed). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A mind, spirit, ἔστ' ἂν Διὸς φ. λωφήσῃ χόλου A.Pr.378; Αἰσχύλου φ. ἔχων Telecl.14; with limiting epithets, φ. δύσθεον A.Ch.191; ὑπέρτολμον ib.595(lyr.); ὠμόν Id.Th.537; ἐλεύθερον Pl.Lg.865d; τυραννικόν Id.R.573b, X. Lac.15.8: pl., Hdt.9.54. 2 thought, purpose, will, φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φ. S.Ant.354 (lyr.); ψυχὴ καὶ φ. καὶ γνώμη ib.176, cf. 207; τὸ φ. τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος, Ep.Rom.8.6: freq. in pl., καρτεροῖς φρονήμασι with stubborn thoughts, A.Pr.209; ματαίων . . φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος Id.Th.438; ἐμπέδοις φ. S.Ant.169; τὰ σκλήρ' ἄγαν φ. ib.473; τὰ φ. ἀληθινὰ καὶ πάντῃ μεγάλα ἐκέκτηντο Pl.Criti.120e. II either in good or bad sense, 1 high spirit, resolution, pride, τὸ Ἀθηναίων φ. Hdt.8.144, cf. 9.7.β; ἀνδρί γε φ. ἔχοντι to a man of spirit, Th.2.43; φ. τε καὶ πίστις Arist. Pol.1313b2; φ. ἔχων ἐλεύθερον ib.1314a3; courage, opp. δειλία, Jul. Or.2.59c (pl.); δουλοῖ τὸ φ. τὸ αἰφνίδιον Th.2.61: c. fut. inf., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι aspiring to be leaders of the P., Id.5.40: freq. in pl., high thoughts, proud designs, διασείσειν τὰ Ἀθηναίων φ. Hdt.6.109, cf. 3.122,125, 9.54; οὐ . . ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Pl.Smp.182c, cf. 190b, Isoc. 6.89; Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φ. A.Pers.828; τῶν φ. ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων E.Heracl.387. 2 in bad sense, presumption, arrogance, φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν A.Pr. 953, cf. E.Heracl.926 (lyr.), Ar.V.1024 (anap.), Pax25, Pl.Plt.290d, etc.; τὸ τῶν Ἀτρειδῶν φ. Phld.Rh.2.217 S., etc.: pl., παυσάμενοι τῶν φ. Isoc.14.37; φ. τυραννικά Plu.Eum.13. III pl., = φρένες, heart, breast, ἰὸς ἐκ φρονημάτων . . πεσών A.Eu.478.
German (Pape)
[Seite 1308] τό, Sinn, Verstand, Gedanken; ἔστ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Aesch. Prom. 376, u. oft, wie Soph. u. Eur.; das, was Einer im Sinn, in Gedanken hat, Her., auch Sinnesart, Gesinnung, nicht selten im plur., 3, 122. 125. 9, 54; ἐμπέδοις φρονήμασιν, mit unveränderlicher Gesinnung, Treue, Soph. Ant. 169; ἐν ἐλευθέρῳ φρονήματι βεβιωκώς Plat. Legg. IX, 685 d; μεθυσθεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει Rep. IX, 573 b; bes. erhabene Gesinnung, Muth, Hochsinn, φρονήματος τοῦ πρὶν στερέντες Eur. Hec. 622; καὶ τὰ φρονήματα μεγάλα εἶχον Plat. Conv. 190 b; allein, Muth, Menex. 239 e. Aber auch in tadelnder Bdtg, allzu hohe Meinung von sich, Hochmuth, Hoffart, Stolz u. Prahlerei, ὑπέρτολμον ἀνδρὸς φρόνημα τίς λέγοι; Aesch. Ch. 587; σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν Prom. 955 (er braucht es auch = φρένες, ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 456); ἀνδρὸς οὐδενὸς φρόνημα δείσασα Soph. Ant. 455; τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων Eur. Heracl. 388; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα Ar. Vesp. 1024; Thuc. 5, 43; οὐ φρονήματος καὶ θυμοῦ ἐμπίπλαται Plat. Rep. III, 411 c; καὶ μεγαλαυχία Lys. 206 a.
Greek (Liddell-Scott)
φρόνημα: τό, ὁ, νοῦς, τὸ πνεῦμά τινος, ἡ διάθεσις, Λατιν. animus, ἔστ’ ἂν Διὸς φρ. λωφήσῃ χόλου Αἰσχύλ. Προμ. 376· Αἰσχύλου φρόνημ’ ἔχων Τηλεκλείδης ἐν «Ἠσιόδοις» 1· ― ἡ ἔννοια τῆς λέξεως ταύτης πολλάκις δι’ ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν περιορίζεταί πως, δύσθεον Αἰσχύλ. Χο. 191· ὑπέρτολμον αὐτόθι 595· ὠμὸν ὁ αὐτ ἐπὶ Θηβ. 519· ἐλεύθερον Πλάτ. Νόμ. 865D· τυραννικὸν ὁ αὐτ ἐν Πολ. 573Β, Ξεν. Λακ. Πολ. 15. 8. 2) διανόημα, σκέψις, σκοπός, ἐπιθυμία, θέλησις, φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρ. Σοφ. Ἀντιγ. 354. πρβλ. 176, 207· συχνάχις ἐν τῷ πληθ., καρτεροῖς φρ. Αἰσχύλ. Προμ. 207· Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 827· ματαίων... φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 438· ἐμπέδοις φρ. Σοφ. Ἀντ. 169· τὰ σκλήρ’ ἄγαν φρ. αὐτόθι 473· τῶν φρ. ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων Εὐριπ. Ἡρακλ. 388· φρ. μεγάλα Πλάτ. Συμπ. 190Β, πρβλ. Κριτίαν 120Ε. ΙΙ ἐπὶ καλῆς ἢ ἐπὶ κακῆς σημασίας, 1) ὑψηλὸν καὶ εὐγενὲς φρόνημα, μεγαλοφροσύνη, ἀποφασιτικὸς χαρακτήρ, θάρρος μετά ὑπερηφανίας, τῶν Ἀθηναίων τὸ φρ. Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. 9. 7, 2· φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν Αἰσχύλ. Πρ. 953· ἀνδρί γε φρ. ἔχοντι Θουκ. 2. 43 φο. καὶ πίστις Ἀριστ, Πολιτικ. 3. 11, 5· δουλοῦν τὸ φρ. Θουκ. 2. 61 (πρβλ. καταφρόνημα)· μετά μέλλ. ἀπαρ., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι, ἔχοντες τὴν φιλοτιμίαν καὶ φιλοδοξίαν νὰ γίνωσιν ἡγεμόνες τῆς Π., ὁ αὐτ. 5. 40· ― συχν. ἐν τῷ πληθ., ὑψηλαὶ σκέψεις, σχέδια μεγάλα, καὶ περιληπτικῶς, θάρρος, ὑπερηφανία, πεποίθησις, διασείειν τὰ Ἀθηναίων φρον. Ἡρόδ. 6. 109, πρβλ. 3. 122, 125., 9. 54· οὐ... ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φρ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Πλάτ. Συμπ. 182C, πρβλ. 190Β, Ἰσοκρ. 134D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, κόμπος, ἀλαζονεία, ὑπερηφανία, τῦφος, Αἰσχύλ. Πρ. 955, Εὐρ. Ἡρακλ. 926, Ἀριστοφ. Σφ. 1024, Εἰρ. 25, Πλάτ., κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 303D, Πλούτ., κλπ ΙΙΙ. ὁ πληθ. εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. ὡς συνώνυμον τῷ φρένες, ἡ καρδία, τὸ στῆθος, ἰὸς ἐκ φρονημάτων… πεσὼν Εὐμενίδ. 478.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
A. au mor. ;
I. esprit, intelligence, pensée;
II. manière de penser, sentiment :
1 en gén.
2 particul. manière de penser grande ou élevée, courage, grandeur d’âme, noblesse, sentiments élevés;
3 en mauv. part orgueil, présomption, arrogance, fierté;
B. au phys. cœur, c. φρένες.
Étymologie: φρονέω.
English (Strong)
from φρονέω; (mental) inclination or purpose: (be, + be carnally, + be spiritually) mind(-ed).