κεραία

From LSJ
Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραία Medium diacritics: κεραία Low diacritics: κεραία Capitals: ΚΕΡΑΙΑ
Transliteration A: keraía Transliteration B: keraia Transliteration C: keraia Beta Code: kerai/a

English (LSJ)

poet. κεν-αίη, ἡ, (κέρας)

   A horn, Nic.Th.36, Opp.C.3.476.    2 antennae of the crayfish or of insects, Arist.HA526a6. 532a26.    II anything projecting like a horn: hence,    1 yard-arm, A.Eu.557 (lyr.), Th.7.41, IG22.657, 1604.17, PMagd.11.4 (iii B.C.), etc.; κ. καθελέσθαι, ὑφιέναι, i.e.lower sail, Plb.14.10.11, Plu.2.169b; opp. ἐντείνασθαι Call. Fr.anon.382; ἀπὸ ψιλῆς τῆς κ. 'under bare poles', Luc.Tox.19.    b projecting beam of a crane, etc., Th.2.76, cf.4.100, IG11(2).161 A90 (Delos, iii B. C.), Ph.Bel.100.18, Plb.8.5.10, Arr.An.2.19.2.    c projecting parts of the hucklebone, Arist.HA499b30.    d branching stake of wood, used as a pale in a palisade, Plb.18.18.7, App.BC4.78.    e horns of the ancilia, Plu.Num.13.    2 pl., horns of the moon, Arat.785,790.    3 in writing, apex of a letter, IG2.4321.10 (iv B.C.), A.D.Synt.28.27, cf. Ev.Matt.5.18, Ev.Luc.16.17, Antyll. ap.Orib.45.57.4; ζυγομαχεῖν περὶ συλλαβῶν καὶ κ. Plu.2.1100a; διὰ πάσης κ. διῆκον showing itself in every word of a speech, D.H.Din. 7.    4 leg of a pair of compasses, S.E.M.10.54.    5 projecting spur of a mountain, Plu.Cat.Ma.13; of the horns of Europe and Africa at the Straits of Gibraltar, AP4.3b.40 (Agath.); arms of a harbour, Philostr.VS1.21.2.    6 = κέρας v. 3, wing of an army, Hld.9.20.    7 pl., supposed teat-like projections inside the womb, Diocl.Fr.27; but the Fallopian tubes, Gal.UP14.11, Ruf.Onom. 194.    III bow made of horn, AP6.75 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, Horn (κέρας), Geweih, des Hirsches Nic. Th. 36; jede hornartige Hervorragung, Spitze, bes. – 1) Segelstange, Raa, auch κέρας genannt, Att. Ssew. S. 129 ff.; Moeris erkl. es für attisch statt κέρας πλοίου, θραυομένας κεραίας Aesch. Eum. 527; Pol. 14, 10, 11; Plut. – 2) Fühlhörner, bes. des Krebses, Arist. H. A. 4, 2. 4, 7. – 3) Pfahl, Pallisade, App. B. C. 4, 78; vgl. Pol. 18, 1, 7; δρυὸς δ' ἐτάμοντο κεραίαν Opp. Cyn. 4, 215. – 4) Stangen, Haken, wie eine Art Krahn, Etwas hoch zu heben, an einer Kriegsmaschine; Thuc. 2, 16; Arr. An. 2, 19, 2; Plut. Marcell. 15; Pol. 8, 7. 22, 10. – 5) die Hörner des Mondes, Arat. 785. 790. – 6) die Schenkel des Zirkels, S. Emp. adv. phys. 2, 54. – 7) der Accent über einem Worte oder sonst ein Zeichen, apex, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου N. T.; κεραῖαι γραμμῆς Plut. Num. 13; ζυγομαχεῖν περὶ συλλαβῶν καὶ κεραιῶν non possc 18; auch von Zeichen der Schnellschreiber, γραμμάτων σπαράγμασι καὶ κεραίαις οἱ σπεύδοντες γράφουσι qu. Plat. 7; τὸ διὰ πάσης κεραίας διῆκον πικρόν, was sich in jedem Zuge, von Sylbe zu Sylbe, durchweg ausspricht, D. Hal. de Din. 7. – Bei Paul. Sil. (VI, 75) der aus Horn gemachte Bogen.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίᾱ: ἡ, (κέρας), κέρας, Νικ. Θηρ. 36, Ὀππ. Κυν. 3. 476. 2) αἱ κεραῖαι, αἱ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς προσφύσεις τῶν καρκίνων ἢ τῶν ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 10., 4. 7, 9. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα προέχον ὡς κέρας· ἑπομένως, 1) ἡ κεραία ἱστοῦ, «ἀντέννα» (ἐν τῇ Λατ. cornua antennarum) Αἰσχύλ. Εὐμ. 556, Θουκ. 7. 41, κτλ.· κ. ὑφιέναι, δηλ. καταβιβάζειν τὸ ἱστίον, Πλούτ. 2. 169Β· ἀντίθ. τῷ ἐντείνασθαι, Ποιητ. παρὰ τῷ αὐτῷ 807C. β) ἡ προέχουσα δοκὸςγεράνου, κτλ., Θουκ. 2. 76., 4. 100, Πολύβ. 8. 7, 10, κτλ. γ) τὰ προέχοντα ἢ ἐξέχοντα μέρη τοῦ ἀστραγάλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 34. δ) κλάδος χάρακος, Πολύβ. 18. 1, 7, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 13· ἐν χρήσει ὡς πάσσαλος ἢ κιγκλὶς ἐν δρυφάκτῳ, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 78· ― ἐντεῦθεν περὶ τῆς ἐξ οὐρανοῦ πεσούσης εἰς χεῖρας τοῦ Νουμᾶ Πέλτης, Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἐπὶ τῶν κεράτων τῆς σελήνης, Ἄρατ. 785. 790. 3) σημεῖον τιθέμενον ἐπὶ τῶν γραμμάτων, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 34, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 18, κ. Λουκ. ις΄, 17· ζυγομαχεῖν περὶ συλλαβῶν καὶ κ. Πλούτ. 2. 1100Α· διὰ πάσης κεραίας διῆκον, φαινόμενον εἰς ἕκαστον γράμμα, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 7, πρβλ. Χρησ. Σιβ. 5. 21 κἑξ. 4) τὸ σκέλος διαβήτου, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 54. 5) ἡ προέχουσα κορυφὴ ὄρους, Ἀνθ. Π. 4. 86. 6) = κέρας VII, τὸ κέρας στρατεύματος, Ἡλιόδ. 9. 20. 7) πληθ. = κεράτια (κεράτιον Ι. 2), Διοκλ. παρὰ Γαλην. 4. 277. ΙΙΙ. τόξον κατεσκευασμένον ἐκ κέρατος, Ἀνθ. Π. 6. 75.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tout ce qui avance en pointe :
1 extrémités fourchues des boucliers ancilia;
2 vergue ou antenne de navire : κεραίαν ὑφιέναι PLUT baisser les voiles;
3 αἱ κεραῖαι mâtereaux en saillie sur un mur et auxquels sont suspendues les poutres d’une grue;
4 signes graphiques (lettre, accent, etc.).
Étymologie: κέρας.

English (Strong)

feminine of a presumed derivative of the base of κέρας; something horn-like, i.e. (specially) the apex of a Hebrew letter (figuratively, the least particle): tittle.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεραία, Α ποιητ. τ. κεραίη)
1. καθετί που προεξέχει ως κέρας
2. γραμμ. σημείο που αποτελείται από ευθεία γραμμή και τίθεται πάνω από τα δίχρονα φωνήεντα για να δηλώσει τη μακρότητά τους (ῑ, ῡ, ᾱ)
νεοελλ.
1. μικρή οριζόντια γραμμή που τίθεται μεταξύ δύο αριθμών ως σημείο της μαθηματικής πράξης της αφαίρεσης ή χρησιμοποιείται για χωρισμό περιόδων ή παρενθετικών φράσεων και για εισαγωγή προσώπου που μιλά σε αφήγηση
2. (ραδιοηλ.) διάταξη που δέχεται και εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα
3. φρ. «μέχρι κεραίας» — χωρίς παραλείψεις ή περικοπές, ακριβέστατα, λεπτομερώς
νεοελλ.-αρχ.
1. ζωολ. ζεύγος κεφαλικών οργάνων τών κεραιωτών αρθροπόδων και ορισμένων δακτυλιοσκωλήκων σε σχήμα μαστιγίου, το οποίο φέρει έναν αριθμό αισθητήριων οργάνων, μηχανοδεκτών ή χημειοδεκτών
2. ναυτ. επιμήκης ξύλινη δοκός με κυκλική διατομή, παχύτερη στο μέσον και λεπτότερη στα άκρα, η οποία στερεώνεται οριζόντια στη μέση της πάνω στον ιστό του πλοίου («καθελόμενος τοὺς ἱστοὺς καὶ τὰς κεραίας», Πολ.)
μσν.
γραπτή επικοινωνία, γράμμα, μήνυμα
αρχ.
1. το κέρας
2. το δοκάρι του γερανού που προεξέχει («ἑκατέρωθεν κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ ὑπερτεινουσῶν», Θουκ.)
3. τα εξέχοντα μέρη του αστραγάλου
4. κλαδί που χρησιμεύει ως πάσσαλος ή ως κιγκλίδα
5. σκέλος διαβήτη
6. κορυφή βουνού
7. λιμενοβραχίονας
8. (για στράτευμα) ή πτέρυγα, το κέρας
9. τόξο κατασκευασμένο από κέρας
10. στον πληθ. αἱ κεραῑαι
α) υποθετικές θηλοειδείς προεξοχές στη μήτρα
β) εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -ια (-ιος). Ως επίθ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, στον τ. της οργανικής πτώσεως kerajapi «κεραίαφι». Κατόπιν το θηλυκό ουσιαστικοποιήθηκε και η σημ. του εξελίχθηκε σε «προεξέχον άκρο, δοκός, ιστός» μέχρι τη σημερινή σημ. «κεραία λήψεως και εκπομπής» (αντένα)].

Greek Monotonic

κεραία: ἡ (κεραία),
I. 1. οτιδήποτε προεξέχει σαν κέρατο, ακροκέρατο, (όπως το Λατ. cornua antennarum), σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
2. προεξέχουσα δοκός γερανού, σε Θουκ.
3. επιμήκης ξύλινη βέργα, σε Πλούτ.· λέγεται για τα διχαλωτά άκρα της ιερής ασπίδας των Ρωμαίων, στον ίδ.
4. κορυφή των γραμμάτων, τελεία, σημείο, σε Καινή Διαθήκη
5. προεξέχουσα κορυφή βουνού, σε Ανθ.
II. τόξο κατασκευασμένο από κέρατο, στον ίδ.