βώλος

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

και σβώλος, ο (AM βῶλος, ο, Α συνήθως βῶλος, η)
1. μικρός όγκος χώματος σε γη οργωμένη με αλέτρι ή σκαλιστήρι
2. σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό
3. τμήμα γης, χωράφι
νεοελλ.
βώλοι, οι
1. μικροί βώλοι από πηλό ή γυαλί
2. το παιχνίδι που παίζεται με βώλους
3. είδος πέτρας με σκόνη στο κέντρο της, η οποία χρησιμοποιείται ως γιατρικό
αρχ.
εξοχικό σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το βάλλω, το βολβός κ.λπ. Ο αρχικός φθόγγος β- ανάγεται σε χειλοϋπερωικό μάλλον παρά σε χειλικό φθόγγο. Ο νεοελλ. τ. σβώλος προήλθε από το βώλος με ανάπτυξη του προθετ. σ- από τη συνεκφορά ένας βώλος, τους βώλους (πρβλ. σκόνη, σπυρί, σκύβω κ.ά.).
ΠΑΡ. αρχ. βώλαξ, βωλάριον, βωλόναι
νεοελλ.
βωλί, βωλιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βωλοκόπος
αρχ.
βωλοειδής, βωλοποιώ, βωλοτόμος
μσν.
βωλοστροφώ
νεοελλ.
βωλογυρίζω, βωλοδέρνω. (Β' συνθετικό) άβωλος, αδρόβωλος, βραχύβωλος, δύσβωλος, ερίβωλος, ερυθρόβωλος, εύβωλος, καλλίβωλος, μεγαλόβωλος, μελάμβωλος, μικρόβωλος, πολύβωλος, χορτόβωλος, χρυσόβωλος, ωλεσίβωλος].