ευλογία
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
Greek Monolingual
και ευλογιά και βλογιά, η (ΑΜ εὐλογία, Μ και εὐλογιά και βλογιά)
η ευχή προς τον Θεό που γίνεται από τον ιερέα, με καθορισμένο τυπικό, για τον ευλογούμενο, για την παροχή αγαθών σ' αυτόν ή για την απαλλαγή του από κακά και από την ευθύνη αμαρτιών του
νεοελλ.
1. συμβολική κίνηση που κάνει ο ιερέας με το δεξιό χέρι του προς το εκκλησίασμα ή προς το πρόσωπο που ευλογεί και η οποία δηλώνει ευχή
2. η ευχή που δίνεται από ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας ή από οποιονδήποτε ηλικιωμένο προς νεώτερους («το παιδί προοδεύει γιατί έχει την ευλογία του πατέρα»)
3. αφθονία αγαθών, πλούτος ή μεγάλη δεξιότητα σε κάτι, ταλέντο («ευλογία του θεού»)
νεοελλ.-μσν.
1. ο άρτος και ο οίνος που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κν. προσφορά, καθώς και τα μικρά τεμάχια της προσφοράς που διανέμονται από τον ιερέα στους εκκλησιαζομένους, αλλιώς αντίδωρο
2. λοιμώδης εξανθηματική αρρώστια ανθρώπων και ζώων (λανθασμ. ο τ. εὐφλογία) («η βλογιά του άφησε σημάδια στο πρόσωπο»)
μσν.
1. ευμενής προς κάποιον διάθεση του θεού που φέρνει αγαθά
2. φαγητό ή ποτό που δίνει ο ηγούμενος στους μοναχούς αφού το ευλογήσει
3. γάμος
(«λαμβάνω εἰς εὐλογίαν» — παντρεύομαι)
4. η άδεια που δίδεται από τον ηγούμενο στον μοναχό για να κάνει κάτι, με ειδική ευλογία, δηλ. ευχετική συναίνεση
5. γεν. ευχή, ευχετική έκφραση
μσν.-αρχ.
1. λόγος που προέρχεται από τον θεό και παρέχει ευτυχία («εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν δικαίου», ΠΔ)
2. η πράξη, η έκφραση της ευλογίας, η ευχετική εκδήλωση (ἐπάξω ἐπ' ἐμαυτὸν κατάραν, οὐκ εὐλογίαν», ΠΔ)
αρχ.
1. ωραίος λόγος, καλή, ωραία έκφραση («εὐλογία καὶ εὐαρμοστία καί... εὐρυθμία», Πλάτ.)
2. ευηχία λόγου
3. ευπρέπεια, κοσμιότητα εκφράσεως
4. επαινετικός λόγος, έπαινος, εγκώμιο
5. καλή φήμη, αγαθή υπόληψη, δόξα («ἀγήραντος εὐλογία», Σιμων.)
6. πιθανολογία, ευλογοφάνεια
7. ευμενής, αυτοπροαίρετη παροχή αγαθών («ἵνα... προκαταρτίσωσι... τὴν εὐλογίαν ὑμῶν», ΚΔ)
8. άφθονη παροχή, πλούσια συγκομιδή («ὁ σπείρων ἐπ' εὐλογίαις καὶ θερίσει», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευλογώ. Ο τ. βλογιά < ευλογιά με σίγηση του αρκτικού προτονικού φωνήεντος < ευλογία. Η ονομασία της ασθένειας σύνηθες φαινόμενο ευφημισμού (πρβλ. ιλαρά «χαρούμενη»)].