θυγατέρα

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source

Greek Monolingual

και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, -ατρός, Μ και θυγατέρα)
1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη
2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.)
3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο
4. μτφ. πνευματικό παιδί
νεοελλ.
μτφ. για γλώσσες που προέρχονται από παλαιότερη «μητέρα» γλώσσα («οι νεολατινικές γλώσσες είναι θυγατέρες της λατινικής»)
αρχ.
1. μτφ. θηλυκό γέννημα ζώου ή κάτι που σχετίζεται ή προέρχεται ή είναι επακολούθημα κάποιου άλλου (α. «θύγατρες ἡμιόνων» — θηλυκοί ημίονοι, Σιμων.
β. «θυγατέρες ταύρων» — μέλισσες
γ. «Μοισᾱν θυγατέρες» — οι ωδές, Πίνδ.
δ. «θυγάτηρ Σειληνοῡ» — η άμπελος, Ιούλ. Καίσ.
ε. «ψήφου συμβολικῆς θυγάτηρ» — το λαγήνι που χρησιμοποιούσαν ως ψηφοδόχο, η κάλπη
2. θεραπαινίδα, υπηρέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες και στην ελλ. ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους στον τ. tu-ka-te. Ανάγεται σε ΙΕ τ. dhug(h)әter με πιθ. αρχική σημασία «θηλάζουσα», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. duhe «θηλάζω». Εμφανίζει το επίθημα -ter, που απαντά σε αρκετούς όρους συγγένειας (πρβλ. πατήρ, μήτηρ, φράτηρ), ενώ η παροξυτονία της ονομαστικής οφείλεται μάλλον στην προπαροξύτονη κλητική θύγατερ (πρβλ. αρχ. ινδ. κλητ. duhitar). Αντιστοιχεί σε τ. πολλών ΙΕ γλωσσών, όπως στο αρχ. ινδ. duhitar, το αβεστ. dugdar, το αρχ. σλαβ. dŭšti, το γοτθ. dauhtar (απ' όπου το γερμ. Tochter και το αγγλ. daughter) κ.ά. Ο νεοελλ. τ. δυχατέρα < θυγατέρα με αντιμετάθεση του χαρακτηριστικού της ηχηρότητας.
ΠΑΡ. αρχ. θυγατερεΐς, θυγατριδεύς, θυγατριδή, θυγατρίδιον, θυγατριδούς, θυγατρίζω, θυγάτριον
νεοελλ.
θυγατρικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυγατρογόνος, θυγατρομιξία, θυγατροποιία, θυγατροποιός
μσν.
θυγατρόγαμος, θυγατροθετώ, θυγατρόπαις.