πέλας

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλᾰς Medium diacritics: πέλας Low diacritics: πέλας Capitals: ΠΕΛΑΣ
Transliteration A: pélas Transliteration B: pelas Transliteration C: pelas Beta Code: pe/las

English (LSJ)

Adv.

   A near, hard by, c. gen., which commonly stands before π., Τηλεμάχου π. ἵστατο Od.15.257 ; Νείλου π. A. Supp.308, cf. Ag. 1038, 1671 ; καὶ τάδ' ἀγχόνης π. E. Heracl.246, cf. HF1109 ; also before its case, π. τῆς Κασταλίης Hdt.8.39, cf. 138 ; αὕτη π. σοῦ S.El. 1474 ; separated from its case, Id.Ant.580.    2 c. dat., π. ἐμβόλῳ, σκάπτῳ π., Pi. O.7.18, N.11.4 ; σοὶ π. A. Supp.208, cf. Fr.102.    3 abs., χριμφθεὶς πέλας Od.10.516 ; π. στείχειν, παρεῖναι, παραστατεῖν, E. Or.877, S.Aj.83, A. Th.669.    II οἱ π. (sc. ὄντες) one's neighbours, Democr.293, Antipho Soph.58, Hdt.1.97, Critias 15.6 D., Th. 1.69, 4.78,92, Arist. EN1169a14, etc. ; one's fellow creatures, E. Heracl. 2, Hipp.441 ; τὰ τῶν πέλας κακά, opp. τὰ οἰκήϊα, Hdt.7.152 : sg., ὁ π. one's neighbour, Id.3.142, Th.1.32 ; πᾶς τις αὑτὸν τοῦ π. μᾶλλον φιλεῖ E. Med.86 ; cf. πλησίον.    III Sup. πελαστάτω nearest, Hp. Loc. Hom. 12, 45, Mul.1.66 : a Sup. Adj. πελάστατος, η, ον, IG14.352 ii65 (Halaesa).

German (Pape)

[Seite 549] adv., nahe, nahe daran; χριμφθεὶς πέλας, Od. 10, 516 (nicht in der Il.); oft bei den Tragg., wie οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας, Aesch. Spt. 651, πέλας μάρτυς πάρεστι, Eum. 633; – c. gen., der meist voransteht, Τηλεμάχου πέλας ἵστατο, Od. 15, 257; u. so gew. bei den Tragg., τάφου πέλας, Aesch. Pers. 670, u. sonst; ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τε, Soph. O. R. 782; Eur. Hec. 486 u. öfter; u. in Prosa, Her. 8, 39. 138; – c. dat., πέλας ἐμβόλῳ, Pind. Ol. 7, 18, wie σκάπτῳ πέλας, N. 11, 4, u. mit einer praepos., παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, I. 1, 29; einzeln auch bei a. D., wie Aesch. θέλοιμ' ἂν ἤδη σοὶ πέλας θρόνους ἔχειν, Suppl. 205; – mit dem Artikel, ὁ πέλας, der Nahe, der Nachbar, aber gew. ganz allgemein, der Andere, ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς, Aesch. Prom. 335 Eum. 391; μήτ' ἐμέ, μήτε τούσδε τοὺς πέλας, Soph. O. C. 807, vgl. Ant. 475 Ai. 1130; πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ, Eur. Med. 86; Her. setzt τὰ τῶν πέλας den οἰκήϊα κακά entgegen, 7, 152, vgl. 3, 142; Thuc. 1, 32; δικαίωσις ἀπὸ τῶν ὁμοίων τοῖς πέλας ἐπιτασσομένη, 1, 141, öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πέλᾰς: Ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, ἀντίθετ. τῷ ἑκάς, μετὰ γεν., ἥτις συνήθως προτάσσεται τοῦ πέλας, ὡς Τηλεμάχου π. ἵστατο Ὀδ. Ο. 257· Νείλου π. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 308, πρβλ. Ἀγ. 1038, 1671· καὶ τόδ’ ἀγχόνης π. Εὐρ. Ἡρακλ. 246, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 1109 ἀλλὰ καὶ ἐπιτάσσεται ἡ πτῶσις, π. τῆς Κασταλίης Ἡρόδ. 8. 39, πρβλ. 138 αὕτη π. σου Σοφ. Ἠλ. 1474· καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς πτώσεως, ὅταν πέλας ἤδη τὸν Ἄιδην εἰσορῶσι τοῦ βίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 580. 2) ὡσαύτως ὡς τὸ ἐγγύς, μετὰ δοτ., Πινδ. Ο. 7. 34 (ἔνθα ἴδε Böckh), N. 11. 4· σοὶ π. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 208, πρβλ. Ἀποσπ. 101. - Μετὰ γεν. ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. prope ab aliquo loco· μετὰ δοτ., πρὸς τὸ Λατ. prope ad aliquem locum, Herm. Dial. Pind. σ. XI (Opusc. 1. σ. 254) κἑξ. 3) ἀπολ., χριμφθεὶς πέλας Ὀδ. Κ. 516· π. στείχειν, παρεῖναι, στῆναι, κτλ., συχνάκις παρὰ Τραγ. ΙΙ. οἱ πέλας (ἐξυπ. ὄντες), οἱ γείτονες, Θουκ. 1. 69., 4. 78, 92, κτλ.· ἐντεῦθεν, οἱ πλησίον, οἱ ἄνθρωποι, Ἡρόδ. 1. 97, καὶ παρὰ Τραγ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 85· παρ’ Ἡροδ. 7. 152, τὰ τῶν πέλας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ οἰκήια κακά· - ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πέλας, ὁ πλησίον, πᾶς ἄνθρωπος, Ἡρόδ. 3. 142, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 32· πρβλ. πλησίον. ΙΙΙ. ὑπερθ., πελαστάτω, πλησιαίτατα, ἐγγύτατα, Ἱππ. 413. 16., 422. 37· ἀπαντᾷ καὶ ὑπερθ. ἐπίθ. πελάστατος, η, ον, Συλλ. Ἐπιγ. 5594. 64 (ἔνθα ὅμως ὁ Franz τὰν Πέλαστα τὰν ...). - (Ἐκ τοῦ πέλας παράγεται τὸ πελάζω· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη διὰ συγκοπῆς τινος τὸ συνώνυμον πλησίον, πλησίος (οἰονεὶ πελάσιος). Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε Κουρτ. ἀρ. 367.)

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
près, auprès, gén. ou dat. ; ὁ πέλας ou οἱ πέλας, le prochain, autrui ; οἱ πέλας les voisins, d’où les autres.
Étymologie: R. Πελ, mouvoir, approcher ; cf. la R. parallèle avec métath. Πλη, > πλησίος πλησίον.

English (Autenrieth)

near, hard by; w. gen., Od. 15.257. (Od.)

English (Slater)

πέλᾰς
   1 near (by)
   a adv. ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας (I. 1.29)
   b prep., c. dat. Ἀσίας εὐρυχόρου τρίπολιν νᾶσον πέλας ἐμβόλῳ ναίοντας (O. 7.18) Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον (Pae. 9.35)

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. κοντά, πλησίον («ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο», Ομ. Οδ.)
2. (ως ουσ. αρσ. πληθ.) οἱ πέλας
α) οι γείτονες
β) οι όμοιοι
3. φρ. «τὰ τῶν πέλας κακά» — οι ξένες δυστυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέλăς ανάγεται σε δισύλλαβη ρίζα pelā- / pelә2 με απαθές το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο και με αρχική σημ. «πρόσκρουση, σύγκρουση» (πρβλ. πελάζω). Η αναγωγή στην ίδια ρίζα άλλων τ. της Ινδοευρωπαϊκής είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Πιθανή φαίνεται η σύνδεση του επιρρ. με το λατ. pello «πλήττω, κρούω» (πρβλ. πλήττω). Στην ίδια ρίζα με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το δεύτερο ανάγονται οι τ. πλησίον, πλήν και ο αθέματος αόρ. πλῆτο (πρβλ. πίμπλημι). Η μορφή του επιρρ. πέλας είναι δυσερμήνευτη. Αν πρόκειται για αρχαίο τ. επιρρήματος, τότε το τελικό -ς μπορεί να ερμηνευθεί ως επιρρηματικό. θα μπορούσε, ωστόσο, να θεωρηθεί και τ. ονομαστικής πτώσης που χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά].

Greek Monotonic

πέλᾰς: επίρρ.,
I. 1. κοντά, πλησίον, κοντινά, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.
2. όπως το ἐγγύς, με δοτ., σε Πίνδ., Αισχύλ.
3. απόλ., χριμφθεὶς πέλας, σε Ομήρ. Οδ.· πέλας στείχειν, παρεῖναι, στῆναι, σε Τραγ.
II. οἱ πέλας (ενν. ὄντες), οι γείτονες κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· απ' όπου, οι συνάνθρωποι, ολόκληρη η ανθρωπότητα, σε Ηρόδ., Τραγ.· στον ενικ., ὁ πέλας, γείτονας κάποιου, συνάνθρωπος, οποιοσδήποτε άνθρωπος, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πέλᾰς: I adv. близко (παραστατεῖν, παρεῖναι Aesch.): οἱ π. (sc. ὄντες) Her., Thuc. соседи, ближние; τὰ τῶν π. κακά Her. чужие беды.
II praep. cum gen., поэт. тж. cum dat. близ (Τηλεμάχου π. Hom.; π. τῆς Κασταλίης Her.; σοὶ π. Aesch.).