κλῆμα

From LSJ
Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῆμα Medium diacritics: κλῆμα Low diacritics: κλήμα Capitals: ΚΛΗΜΑ
Transliteration A: klē̂ma Transliteration B: klēma Transliteration C: klima Beta Code: klh=ma

English (LSJ)

ατος, τό, Aeol. κλᾶμμα (q.v.),

   A twig or branch, esp. vinetwig, Ar.Ec.1031, Hp.Epid.4.50, 6.3.8, Thphr.HP2.5.5, CP3.14.6, al.; ἀμπέλου κ. Pl.R.353a: generally, cutting, slip, ὁ βλαστὸς τοῦ κ. X.Oec.19.8, cf. Arist.HA550b8: metaph., ἀνατετμήκασί τινες τὰ κ. τὰ τοῦ δήμου D.ap.Aeschin.3.166; of the navel string, πεῖσμα καὶ κ. τῷ γεννωμένῳ καρπῷ Democr.148.    2 vine-switch, cane, carried by Roman centurions, Lat.vitis, Plu.Galb.26, etc.    II = πιτυοῦσσα, Dsc.4.165; = πολύγονον, Plin.HN27.113.    III = ὑπόδημα, Hsch.; cf. κλείματα.

German (Pape)

[Seite 1450] τό (κλάω), wie κλάδος u. κλών, Schößling, junger Zweig, den man abbricht, um ihn auf einen andern Stamm zu propfen, Propfreis, Xen. Oec. 19, 8; bes. vom Weinstocke, eine Weinrebe, -ranke, ἀμπέλου Plat. Rep. I, 353 a; Ar. Eccl. 1031 u. A.; auch übertr., ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν πόλιν, ἀνατετμήκασί τινες τὰ κλήματα τὰ τοῦ δήμου Aesch. 3, 166, als Wort des Dem. angeführt. – Bei den Römern die Weinrebe, welche die Centurionen als Stock tragen, Plut. Galb. 26, u. öfter übh. Ruthe, Reiser.

Greek (Liddell-Scott)

κλῆμα: τό, (κλάω) = κλάδος, κλών, κυρίως κλάδος ἀμπέλου ὡς καὶ νῦν, Λατ. palmes, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031· ἀμπέλου κλ. Πλάτ. Πολ. 353Α· καθόλου τεμάχιον κοπέν, ἐμβολάς, Ξεν. Οἰκ. 19, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 10· ― μεταφ., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου Δημ. παρὰ Αἰσχίν. 77. 27· ― ἡ ἐκ κληματίδος ῥάβδος τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου («βίτσα» κοινῶς), Λατ. vitis, Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ πιτυοῦσσα, Διοσκ. 4. 166· ἢ τοῦ φυτοῦ πολύγονον, Πλίν. 27. 91.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sarment, cep ou branche de vigne ; fig. τὰ κλήματα τοῦ δήμου DÉM les sarments, càd la force du peuple ; baguette des centurions romains faite d’un sarment de vigne;
2 jeune pousse, bouture.
Étymologie: DELG κλάω.

English (Strong)

from κλάω; a limb or shoot (as if broken off): branch.

English (Thayer)

κληματος, τό (from κλάω, which see), equivalent to κλάδος, a tender and flexible branch; specifically, the shoot or branch of a vine, a vine-sprout: Aristophanes Ecclesiastes 1031; Aeschines in Ctesias (401 B.C.>), p. 77,2; Theophrastus, h. pl. 4,13, 5; ἀμπέλου κλῆμα, Plato, rep. i., p. 353a.; the Sept., Joel 1:7).

Greek Monolingual

(I)
κλῆμα, ἡ (Μ)
γλέντι, συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < παλ. γαλλ. cleime].———————— (II)
το (AM κλῆμα, Α αιολ. τ. κλᾱμμα)
1. καθένα από τα κλαδιά του φυτού της αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα (α. «ἀμπέλου κλῆμα», Πλάτ.
β. «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα», ΚΔ)
2. το φυτό άμπελος («διά κλήμα αμάραντον ευρήκαμεν τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν», Καισ. Δαπ.)
3. το στέλεχος, ο κορμός του φυτού άμπελος, κούτσουρο, κούρβουλο
νεοελλ.
παροιμ. α) «ήτανε στραβό το κλήμα το 'φαγε κι ο γάιδαρος» — λέγεται για επιδείνωση μιας ήδη άσχημης κατάστασης
β) «χίλια κλήματα δέκα σταφύλια» — για εκείνους που υπερηφανεύονται χωρίς να έχουν αξία
αρχ.
1. τρυφερό κλαδί δέντρου
2. μόσχευμα που κόβεται από ένα φυτό και μπολιάζεται σε άλλο
3. ο ομφάλιος λώροςπεῖσμα καὶ κλῆμα τῷ γεννωμένῳ καρπῷ», Δημόκρ.)
4. (στη Ρώμη) η κλημάτινη ράβδος του Ρωμαίου εκατοντάρχου («τὸ κλῆμα πρώτον, ᾧ κολάζουσιν ἑκατοντάρχαι τοὺς πληγῶν δεομένους», Πλούτ.)
5. το φυτό πιτυοῡσσα
6. το φυτό πολύγονον
7. (κατά τον Ησύχ.) «κλῆμα
ὑπόδημα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶ «σπάζω»].

Greek Monotonic

κλῆμα: -ατος, τό (κλάωκλαδί αμπελιού, Λατ. palmes, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, τεμάχιο, εμβολή, σε Ξεν.· μεταφ., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου, σε Δημ.· η από κλήμα ράβδος του Ρωμαίου εκατόνταρχου, Λατ. vitis, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλῆμα -ατος, τό [κλάω] tak, spec. wijnrank. stok, staf, van Romeinse centurio ( Lat. vitis ).

Russian (Dvoretsky)

κλῆμα: ατος τό κλάω II]
1) побег (отломанный для прививки), черенок Xen., Arst.;
2) ветвь (ἀμπέλου Plat., NT);
3) (лат. vitis) трость римского центуриона Plut.;
4) перен. молодой побег, молодая сила (τὰ κλήματα τοῦ δήμου Dem.).