κάπρος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ᾰ by nature], ὁ,
A boar, esp. wild boar, Il.17.725, Pl.La. 196e, etc.; also σῦς κ. Il.5.783, 17.21, cf. Ar.Lys.202 (ubi v. Sch.); ἧπαρ κάπρου Id.Fr.318.5: in fem. sense, sow, ὀχευομένους τοὺς κάπρους Anaxandr.47. II a sea-fish, Capros aper, Philem.79.21, Arist.HA505a13; a species found in the Achelous, ib.535b18. (Cogn. with Lat. caper, ONorse hafr 'he-goat', but not with Lat. aper.)
German (Pape)
[Seite 1324] ὁ, der Eber; συῶν ἐπιβήτωρ Od. 11, 130; bes. der wilde, Il. 17, 725; Hes. Sc. 386; auch σῦς κάπρος verbunden, Il. 5, 783. 7, 257. 17, 21, das wilde Schwein; Tragg. u. in Prosa. – Bei Ar. Lys. 202, προσλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου, wo eigtl. an ein Opfer zu denken, findet der Schol. eine Anspielung auf das αἰδοῖον, wofür das Wort auch nach Suid. steht. – Ein Seefisch, der einen grunzenden Ton von sich gab, Philem. bei Ath. VII, 288 f, vgl. ibd. 305 d ff. u. Arist. H. A. 4, 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κάπρος: ᾰ φύσει, ὁ, ὁ χοῖρος, ἰδίως δὲ ὁ ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Ρ. 725, κτλ.· ὡσαύτως, σῦς κάπρος, προστιθεμένου τοῦ ὀνόματος τοῦ εἴδους εἰς τὸ τοῦ γένους (πρβλ. κάπριος), Ε. 783, Ρ. 21· ─ ἐχρησίμευεν ὡς θῦμα ἐν ταῖς θυσίαις, Τ. 197, Ἀριστοφ. Λυσ. 202 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.) ἧπαρ κάπρου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 302. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος ἐκ τῶν σκληροδέρμων, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8· περὶ τῶν ἐν Ἀχελώῳ κάπρων λέγει ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι ἐκπέμπουσι τριγμόν τινα ὡς γρυλισμὸν χοίρου, αὐτόθι 4. 9, 5· ὁ ἰχθῦς οὗτος ἦτο περιζήτητος ὑπὸ τῶν τρυφεροβίων καὶ λίχνων, ἐς Ἀμβρακίαν ἐλθὼν... τὸν κάπρον γ’ ἄν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε, κἄν ἰσόχρυσος ἔῃ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε· ὡσαύτως καπρίσκος, ὁ, Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 2, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355F. ─ Καθ’ Ἡσύχ.: «κάπρος. ὗς ἄγριος, ἢ τὸν φάγρον ἰχθύν». (Πρβλ. Λατ. caper, capra, Ἀρχ. Σκανδιν. hafr, Ἁγγλο-Σαξον. koefer (τράγος)· ─ ἀλλ’ ἡ ἔλλειψις τοῦ ἐν ἀρχῇ h καθιστᾷ δύσκολον τὴν συσχέτισιν πρὸς τὸ aper, Ἀγγλο-Σαξον. eofor, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. ebar).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sanglier, animal.
Étymologie: cf. lat. aper.
Syn. μονίας, μονιός, σῦς, ὗς².
English (Autenrieth)
English (Slater)
κάπρος
1 boar κάπρους τ' ἔναιρε (N. 3.47) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ (AM κάπρος)
ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος»)
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE kapro- «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος, κριάρι». Η διαφορά της σημ. της λ. κάπρος οφείλεται στο ότι στην ελλ. πλάστηκε η λ. τράγος (που συνδέεται με το ρ. τρώγω) που δήλωσε το αντίστοιχο ζώο κι έτσι ο τ. κάπρος δήλωσε το αγριογούρουνο και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε και ως επίθ. (σῦς κάπρος).
ΠΑΡ. κάπραινα
αρχ.
κάπρειος, καπρία, καπρίδιον, καπρίζω, κάπριος, καπρίσκος, καπριώ, καπρώ, καπρώζομαι, καπρών
νεοελλ.
καπρί.
ΣΥΝΘ. αρχ. καπροφάγος, καπροφόνος.
Greek Monotonic
κάπρος: (φύσει ᾰ), ὁ, γουρούνι, αγριογούρουνο, Λατ. aper, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σῦς κάπριος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κάπρος: ὁ1) (или σῦς κ.) кабан, вепрь (преимущ. дикий) Hom., Hes. etc.;
2) «кабан» (вид речной рыбы) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπρος -ου, ὁ wild zwijn; spec. beer (mannelijk zwijn).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: boar, (wild)boar, also adjunct of σῦς (Il.); as fish-name = Capros aper (Arist.; after the sound, Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 101).
Derivatives: Diminut. καπρίδιον, -ίσκος (Com.); f. κάπραινα of a lewd woman (Com.); καπρία f. the ovary, the rutting sap of the sow (Arist.; cf. Scheller Oxytonierung 43); καπρών pig-sty (Delos IIIa); (σῦς) κάπριος = (σῦς) κάπρος (Il., A. R.); κάπριος with the form of a boar (Hdt. 3, 59), κάπρειος belonging to a boar (Nonn.). Denomin. verbs: καπράω go to the boar, of a rutting sow (Arist.), also καπριάω (Arist. v. l., Ar. Byz.), on the formation Schwyzer 731f.; καπρίζω id. (Arist.); καπρῴζομαι rut of the boar (Skiras Com.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Agrees with the Italo-Germanic word for (he-)goat, Lat. caper, Umbr. cabru caprum, Germ., e. g. ONo. hafr. An uncertain trace of the word in Celtic is supposed in Gallo-Rom. *cabrostos honeysuckle, privet. The newly formed τράγος has made the old name of the goat, IE. *kápros, free for other services; the word was probably first used appositively to σῦς (s. above). Lat. (Ital.) aper boar took the vowel of caper , but is further unrelated. - Further Pok. 529, W.-Hofmann s. caper (and aper). Doubtful combinations in Wagner KZ 75, 72ff. M. Brind, Les zoonymes..., 91-115 qui vale, happe cognate with κάπτω, which seems to me an improbable etymology; he meaning of the root seems not to point in this direction, Pok. 527.