καταρτισμός

From LSJ
Revision as of 20:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρτισμός Medium diacritics: καταρτισμός Low diacritics: καταρτισμός Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katartismós Transliteration B: katartismos Transliteration C: katartismos Beta Code: katartismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12.    II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.).    III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.).    IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.

German (Pape)

[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.

English (Strong)

from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.

English (Thayer)

καταρτισμου, ὁ, equivalent to κατάρτισις, which see: τίνος εἰς τί, Galen, others.))

Greek Monolingual

ο (AM καταρτισμός) καταρτίζω
1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευήκαταρτισμός λόχου»)
2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)
αρχ.
1. επανόρθωση
2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους
3. η εδραίωση, η στερέωση
4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.

Russian (Dvoretsky)

καταρτισμός: ὁ NT = κατάρτισις 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρτισμός, ὁ [καταρτίζω] voorbereiding:. τῶν ἁγίων van de heiligen NT Eph. 4.12.

Chinese

原文音譯:katartismÒj 卡特-阿而提士摩士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:向下-裝備(著)

字義溯源:完全的供應,成全,裝備,設備;源自(καταρτίζω)=徹底完成);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄρτιος)=完備的)組成;其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在),而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)

同源字:1) (ἄρτιος)新到的,完備的 2) (καταρτίζω)徹底完成 3) (καταρτισμός)完全的供應

出現次數:總共(1);弗(1)

譯字彙編

1) 成全(1) 弗4:12