συγχαίρω

From LSJ
Revision as of 01:17, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχαίρω Medium diacritics: συγχαίρω Low diacritics: συγχαίρω Capitals: ΣΥΓΧΑΙΡΩ
Transliteration A: synchaírō Transliteration B: synchairō Transliteration C: sygchairo Beta Code: sugxai/rw

English (LSJ)

aor. -εχάρην [ᾰ] Plb.15.5.13, 30.18.1, imper.

   A -χάρηθι Anacreont.31.30:—rejoice with, A.Ag.793 (anap.), Ar.Pax1317 (anap.); χαῖρε . . καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς Id.Eq.1333 (anap.); σ. ἐπὶ τοῖς σοῖς ἀγαθοῖς X.Hier.11.12; σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Pl.Epin.988b: c. dat. pers., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Arist.EN1166a8; οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς ib.1166b18: later in Med., IG14.966.5 (Rome, ii A.D.).    II wish one joy, congratulate, σ. τῶν γεγενημένων wish one joy of . ., D.15.15; σ. τῇ συγκλήτῳ ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν Plb.30.18.1, cf. SIG700.41 (Lete, ii B.C.); σ. τῇ πόλει ὅτι . . Aeschin.2.45.

German (Pape)

[Seite 971] (s. χαίρω), sich mitfreuen; Aesch. Ag. 767; τινί, Ar. Equ. 1330; συγχάρηθι, Anacr. 31, 30; ἀγαθῷ γενομένῳ, Plat. Epin. 988 b; ἐπί τινι, Xen. Hier. 11, 12; Schadenfreude empfinden, τινί τινος, Dem. 15, 15; – Einem wozu Glück wünschen, τινὶ ἐπί τινι, Pol. 30, 16, 1 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συγχαίρω: μέλλ. -χᾰρήσομαι· ἀόρ. -εχάρην (Πολύβ. 30. 16., 11., 15. 5. 13), προστακτ. -χάρηθι Ἀνακρεόντ. 34. 30. Ὡς καὶ νῦν, χαίρω μετά τινος, λαμβάνω μέρος εἰς τὴν χαράν τινος, μετέχω τῆς χαρᾶς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 793, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1317· χαῖρε... καὶ ξυγχαίρομεν ἡμεῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1333· σ. ἐπί τινι, ἐπί τινι πράγματι, Ξεν. Ἱέρ. 11, 12· σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιν. 988Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 1· οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς αὐτόθι 9. ΙΙ. ἐκφράζω τινὶ φιλικῶς τὴν χαράν μου, συγχαίρω, «προσφέρω συγχαρητήρια», σ. τινὶ τῶν γεγενημένων, συγχαίρω αὐτῷ διὰ τὰ γεγενημένα, Δημ. 194. 23· οὕτω, σ. τινὶ ἐπί τινι Πολύβ. 30. 16, 1· σ. τινὶ ὅτι... Αἰσχίν. 31. 9 ― Ὁ μέσ. τύπος συγχαίρομαι ἀντὶ συγχαίρω ἀπαντᾷ παρὰ Νικηφόρῳ ἐν Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 2, καὶ ἐν Dittenb. ²807, 5, τοῦ δήμου παρεστῶτος καὶ συγχαιρομένου.

French (Bailly abrégé)

f. συγχαρήσομαι, ao.2 συνεχάρην;
se réjouir avec : τινι avec qqn ; τινι, ἐπί τινι de qch ; ὅτι de ce que.
Étymologie: σύν, χαίρω.

English (Strong)

from σύν and χαίρω; to sympathize in gladness, congratulate: rejoice in (with).

English (Thayer)

(T WH συνχαίρω (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνέχαιρον; 2nd aorist συνεχαρην (passive as set., so Veitch (under the word χαίρω) etc.; others, active, after the analogy of verbs in); to rejoice with, take part in another's joy (Aeschyl, Aristophanes, Xenophon, others): with a dative of the person with whom one rejoices, to rejoice together, of many, to congratulate (Aeschines, Polybius (Plutarch; cf. Lightfoot on Phil. as below; Philippians 2:17f.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χαίρω
1. μετέχω στη χαρά κάποιου
2. δίνω συγχαρητήρια.

Greek Monotonic

συγχαίρω: μέλ. -χᾰρήσομαι,
I. χαίρομαι με κάτι, συμμετέχω στη χαρά, συμμερίζομαι τη χαρά, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· τινί, κάποιου, σε Αριστ.
II. εκφράζω τη χαρά μου για κάποιον, δίνω συγχαρητήρια, συγχαίρω τινὶ τῶν γεγενημένων, δίνω συγχαρητήρια σε κάποιον για όσα έχουν γίνει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συγχαίρω: (fut. συγχᾰρήσομαι, aor. 2 συνεχάρην с ᾰ)
1) радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость (τινί Aesch., Arph., NT): συναλγεῖν καὶ σ. τῷ φίλῳ Arst. делить с другом горе и радость; σ. ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς τινος Xen. радоваться чьему-л. благополучию;
2) поздравлять (σ. τινί τινος Dem. и τινὶ ἐπί τινι Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-χαίρω, Att. ξυγχαίρω samen blij zijn, samen zich verheugen; met dat. van zaken over iets:; σ. τῇ ἀληθείᾳ samen zich verheugen over de waarheid NT 1 Cor. 13.6; met dat. van personen samen met... blij zijn, blij zijn voor:. σ. ἀγαθῷ γενομένῳ blij zijn voor iemand dat hij goed is geworden Plat. Epin. 988b.

Middle Liddell

fut. -χᾰρήσομαι
I. to rejoice with, take part in joy, Aesch., Ar.; τινί with another, Arist.
II. to wish one joy, congratulate, ς. τινὶ τῶν γεγενημένων to wish one joy of the events, Dem.