στρεβλός

From LSJ
Revision as of 01:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλός Medium diacritics: στρεβλός Low diacritics: στρεβλός Capitals: ΣΤΡΕΒΛΟΣ
Transliteration A: streblós Transliteration B: streblos Transliteration C: strevlos Beta Code: streblo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A twisted, crooked, πόσθιον... σ. ὥσπερ κύτταρον Ar. Th.516; στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον Men.711; λοξοβάται, στρεβλοί, of crabs, Batr.295; μυκτήρ Nic.Al.442; κανών Arist.Rh.1354a26; squinteyed, like στραβός, Hp.Aër.14, Eup.182, Phryn.PS p.108 B., Hsch. s.v. ἰλλός; of the brows, knit, wrinkled, AP7.440 (Leon.).    II metaph., crooked, cunning, στρεβλοῖσι παλαίσμασι by cunning dodges in wrestling, Ar.Ra.878 (mock heroic); perverse, froward, LXX Ps. 17(18).27, Si.36.(22) 25, Aesop.66.

German (Pape)

[Seite 952] gedreht, gekrümmt, gewunden, στρεβλὸν ὥςπερ κύτταρον, Ar. Th. 516; verdreht, von den Augen, schielend, nach Phryn. in B. A. 62 besser als στραβός; – von den Augenbrauen, zusammengezogen, gerunzelt, ὀφρύς, Leon. Tar. 85 (VII, 440). – liebertr., listig, verschlagen, στρεβλὰ παλαίσματα, 377; στρεβλὰ κολαζόμενος, Maneth. 4, 198.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλός: -ή, -όν, (στρέφω) συνεστραμμένος, διεστραμμένος, «στραβός», κύτταρον Ἀριστοφ. Θεσμ. 516· στρεβλὸν ὀθρῶσαι κλάδον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 163· λοξοβάται στρεβλοί, ἐπὶ καρκίνων, Βατραχομυομ. 307· μυκτὴρ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· κανὼν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διεστραμμένους, παραβλώψ, ἀλλοίθωρος, ὡς τὸ στραβός, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 6· πρβλ. Α. Β. 62, Ἱππ. π. Ἀερ. 289· ἐπὶ τῶν ὀφρύων καὶ τοῦ μετώπου, συνωφρυωμένος, ἐρρυτιδωμένος, «ἀνάποδος», πανοῦργος, στρεβλοῖσι παλαίσμασι, διὰ πανούργων τεχνασμάτων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 878· - διεστραμμένος, αὐθάδης, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 26, Σειρὰχ Λ΄, 20).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 tortu;
2 fig. rusé, fourbe.
Étymologie: στρέφω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρεβλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.)
2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον χαρακτήρα («καὶ μετὰ ἐκλεκτοῡ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῡ διαστρέψεις», ΠΔ)
νεοελλ.
1. μτφ. α) (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροποςστρεβλός χαρακτήρας»)
β) (για πνευματική εκδήλωση) λανθασμένος, σφαλερός, παράλογος («στρεβλές αντιλήψεις»)
2. φρ. α) «στρεβλό πολύγωνο»
μαθημ. πολύγωνο του οποίου οι κορυφές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο
β) «στρέβλη καμπύλη»
μαθημ. καμπύλη που δεν είναι επίπεδη
γ) «στρεβλές ευθείες» — ευθείες του χώρου μη παράλληλες και μη τεμνόμενες
δ) «στρέβλη επιφάνεια»
μαθημ. ευθειογενής επιφάνεια η οποία δεν είναι αναπτυκτή
αρχ.
1. (για πρόσ.) αλλήθωρος
2. (για τα φρύδια και για το μέτωπο) συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος
3. μτφ. πανούργος («στρεβλοῑσι παλαίσμασι» — με πανούργα τεχνάσματα, Αριστοφ.).
επίρρ...
στρεβλῶς Μ
1. όπως ο ανάπηρος, με στρεβλό τρόπο
2. μτφ. με διεστραμμένο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρέφω.

Greek Monotonic

στρεβλός: -ή, -όν (στρέφω), συστραμμένος, κυρτός, καμπύλος, καμπουριαστός, στραβός, σε Αριστ.· λέγεται για φρύδια, συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος, σε Ανθ.· μεταφ., στρεβλοῖσι παλαίσμασι, με πανούργα τεχνάσματα κατά την πάλη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στρεβλός: 1) искривленный, кривой (κανών Arst.; κλάδος Men.);
2) изогнутый, нахмуренный (ὀφρύς Anth.);
3) изворотливый, увертливый, ловкий (πάλαισμα Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεβλός -ή -όν [~ στρέφω] krom, verdraaid. uitbr..; σ. πάλαισμα een sluwe worstelgreep Aristoph. Ran. 878; van personen scheel; Hp. Aër. 14; van wenkbrauwen: gefronst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: turned, twisted, crooked, cunning (IA.)
Derivatives: -ότης f. crook, perversity (Plu. a.o.). -όω, also w. δια-, κατα-, to twist, to dislocate, to torture, to torment (IA.) with -ωσις, -ωμα, -ωτήριος; also -ευμα n. (: *στρεβλεύω) perversion (Sm.). Also στρέβλη f. winch, roll, screw, also as instrument of torture (A., Arist., Plb. etc.); formation as σμί-λη a.o., backformation from στρεβλόω or substant. of στρεβλός? -- A. With o-vowel: στρόβος m. whirl (A. Ag. 657, H.). From this 1. στρόβ-ιλος m. top, whirlwind, whirlpool, fir-cone etc. (Att., hell. a. late; cf. ὅμ-ῖλος a.o.) with -ίλιον, -ιλίτης, -ιλέα, -ιλᾶς, -ιλεών, -ίλινος, -ιλώδης, -ιλίζω, -ιλόω (all late). 2. -ίλη f. cone made of lint (Hp.). 3. -εύς m. name of a fuller's instrument (sch.). 4. -εία f. fullery? (Delos IIIa). 5. στροβελός σοβαρός, τρυφερός; -ελόν σκολιόν, καμπύλον H. 6. στροβανίσκος τρίπους H. 7. στροβάζων συνεχῶς στρεφόμενος H. 8. στροβέω, somet. w. δια- a.o., to turn around in circles, to move violently, to distract (A., Ar., hell. a. late), prob. old deverbat. Here wit nasal infix στρόμβος m. top (Ξ 413), whirlwind (A. Pr. 1084), snail-shell, snail etc. (Arist., hell. poet.) with -ο-ειδής, -ώδης (Arist. a.o.), -εῖον, -ιλος, -ηδόν, -έω, -όω (rae a. late). -- B. With α-vowel (zero grade?): στραβός squinting (medic.), with -ων id. (Com. Adesp.), also PN, -αξ PN, -ότης f. squint (Orib. a.o.), -ίζω to squint (H., EM) with -ισμός (Gal. a.o.). The orig. meaning still in στραβο-πόδης with twisted feet (Hdn.). Further στράβηλος m. f. wild olive-tree (Pherecr. in lyr.), name of a snail (S. Fr. 324, Arist. a.o.); στραβαλός ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος. Ἀχαιοί H.; στραβεύς κωπεύς H. (Chantraine Étrennes Benveniste 17). On ἀστραβής s. v. -- C. On themselves stand some forms wit -οι-: στροῖβος δῖνος H. (στροιβός δεινός cod.); Στροῖβος also Att. PN; πολύ-στροιβος rich of whirls, of θάλασσα, Νεῖλος (Nic.), after πολύ-φλοισβος; from there the simplex στροῖβος etc.? Further στροι-βᾶν ἀντιστρέφειν, στροίβηλος ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῃ̃H. Also with -ει- in Thess. Στρειβουνείοι ( : *Στρείβων) ? s. Bechtel Dial. 1, 210. -- Lat. LW [loanword] strabus, strabō, strambus, also scriblĩta f. des. of a cake from *στρεβλίτης (ἄρτος); s. W.-Hofmann s.v. and Leumann Sprache 1, 206f. (= Kl. Schr. 173).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: As so many words in -β- the above group as a whole has a popular-expressive character. The primary verb that belongs here has an aspirate, s. στρέφω. -- I don't think that the word has anything to do with στρέφω. The word is rather Pre-Greek (note the prenasalization in στóμβος; the suffix in στραβ-αλ-, στροβ-αν-; the suffix -ιλ- is frequent in Pre-Greek. The variation α\/ο\/οι is unknown to me. None of the words is discussed by Furnée.)

Middle Liddell

στρεβλός, ή, όν στρέφω
twisted, crooked, Arist.; of the brows, knit, wrinkled, Anth.: metaph., στρεβλοῖσι παλαίσμασι by cunning dodges in wrestling, Ar.