καταυλέω

From LSJ
Revision as of 00:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταυλέω Medium diacritics: καταυλέω Low diacritics: καταυλέω Capitals: ΚΑΤΑΥΛΕΩ
Transliteration A: katauléō Transliteration B: katauleō Transliteration C: katavleo Beta Code: kataule/w

English (LSJ)

   A charm by flute-playing, τινος Pl.Lg.790e, cf. R.411a; τινα Alciphr.2.1: metaph., σε . . -ήσω φόβῳ I will flute to you on a ghastly flute, E.HF871 (troch.):—Pass., of persons, μεθύων καὶ καταυλούμενος drinking wine to the strains of the flute, Pl.R.561c; κ. πρὸς χελωνίδος ψόφον to be played to on the flute with lyre accompaniment, Posidon.10 J., cf. Call.Fr.10.3 P., Phld.Mus.p.49 K.    2 c. gen. loci, make a place sound with flute-playing, Thphr.Fr.87:— Pass., resound with flute-playing, νῆσος κατηυλεῖτο Plu.Ant.56.    II in Pass., [τὸν μονόχορδον κανόνα] παρέχειν ταῖς αἰσθήσεσι . . καταυλούμενον subdued by a flute accompaniment, Ptol.Harm.2.12: metaph., to be piped down, ridiculed, γελώμενοι καὶ -ούμενοι Anon. ap. Suid., cf. Porph.Chr.34.    III c. acc. rei, play on the flute, τὰ μητρῷα Duris 16 J.:—Pass., to have played to one as an accompaniment on the flute, -ούμενοι πρὸς τῶν ἑπομένων τὰ μητρῷα μέλη D.H.2.19.

German (Pape)

[Seite 1387] Einem auf der Flöte vorspielen, Einen durch Flötenspiel vergnügen, einnehmen, bezaubern; ὅταν τις μουσικῇ παρέχῃ καταυλεῖν Plat. Rep. III, 411 a; καταυλῆσαί τινος Legg. VII, 790 e; Ael. H. A. 12, 44 u. a. Sp.; τοῦ τόπου, mit dem Spiel erfüllen, Ath. XIV, 624 b; τὰ μητρῷα, am Fest der Cybele die Flöte blasen, ib. 618 c; übertr., τάχα σ' ἐγὼ μᾶλλον χορεύσω καὶ καταυλήσω φόβῳ, in Furcht verstricken, Eur. Herc. Fur. 871. – Pass. sich auf der Flöte vorspielen lassen, sich am Flötenspiel ergötzen, μεθύων καὶ καταυλούμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; Posidon. bei Ath. V, 210 f; Sp., wie D. Hal. 2, 19; κρούων τύμπανα καὶ καταυλούμενος τὸν βίον κατέστρεψεν Ael. V. H. 9, 8; νῆσος κατηυλεῖτο, die Insel erklang vom Flötenspiel, Plut. Anton. 56. – Bei Suid. auch = verspottet werden, χλευάζεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

καταυλέω: παίζω τὸν αὐλὸν πρός τινα, διὰ τῆς αὐλήσεως ἢ διὰ τοῦ ἄσματος καὶ μελῳδίας τέρπω, κατακηλῶ, μετὰ γεν., αἱ μητέρες διὰ τῆς μελῳδίας καταυλοῦσι τῶν δυσυπνούντων παιδίων Πλάτ. Νόμ. 790Ε, πρβλ. Πολ. 411Α· αὐλὸν ἐργασάμενοι καὶ ἐμπνέοντες εἰς αὐτὸν οὕτω καταυλοῦσι τῶν… Αἰλ. π. Ζ. 12. 44· τινα Ἀλκίφρ. 2. 1·― Παθ., ἐπὶ προσώπων, διαζῶ… μεθύων καὶ καταυλούμενος, διέρχομαι τὸν βίον μου ἐν μέθῃ καὶ ὑπὸ τὸν ἦχον τῆς μουσικῆς, Πλάτ. Πολ. 561C· μέλη διὰ τῶν αὐλῶν… ὡς τὸν μὲν κολάζεσθαι, σὲ δὲ τέρπεσθαι καταυλούμενον,― καταυλεῖσθαι πρὸς τινος, εὐχαριστοῦμαι ἀκούων μουσικὴν ἐκ μέρους τινός· καταυλούμενος τὰ Μητρῷα μέλη, ἅτινα ᾔδοντο ἐν τῇ ἐορτῇ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, Διον. Ἁλ. 2. 19· ἀλλά, κ. πρὸς χελωνίδος ψόφους, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς…, Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 210F· τῶν καταυλουμένων καὶ κατορχουμένων Στράβ. 17, σ. 801. 2) μετὰ γεν. τόπου, κάμνω τόπον τινὰ νὰ ἠχῇ ἐκ τοῦ αὐλοῦ, Θεοφρ. Ἀποσπ. 87, Ἀθήν. 624Β·― Παθ., ἀντηχῶ ἐκ τῆς μουσικῆς αὐλοῦ, νῆσος κατηυλεῖτο καὶ κατεψάλλετο Πλουτ. Ἀντών. 56· ΙΙ. μετ᾿ αἰτιατ. προσ., καταβάλλω παίζων τὸν αὐλόν, Ἀρχ. Μουσ.·― χορεύσω καὶ κατ. τινα φόβῳ, πληρώνω, φουσκώνω ἐκ φόβου, ὅπως ἡ ἀκοὴ ἐκ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 871· πρβλ. Σουΐδ., ἐν λέξ. καταυλεῖσθαι = χλευάζεσθαι·― παρὰ τῷ Γρηγ., καταυλεῖν = διαφθείρειν τὴν ἀκοήν, μὴ ἀκοὴν καταυλήσωμεν, μὴ ὀσμὴν ἐκθηλύνωμεν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avec le gén. remplir des sons de la flûte;
2 avec l’acc. charmer par le son de la flûte ; Pass. se récréer au son de la flûte.
Étymologie: κατά, αὐλέω.

Greek Monotonic

καταυλέω: μέλ. -ήσω,
I. παίζω τον αυλό σε κάποιον, τινός, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για πρόσωπα, παίζοντας για λογαριασμό κάποιου, στον ίδ. — Παθ., αντηχώ με τον ήχο του αυλού, σε Πλούτ.
II. με αιτ. προσ., καταβάλλω με το παίξιμο του αυλού· γενικά, αφήνω άφωνο, εξουδετερώνω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταυλέω:
1) услаждать слух игрой на свирели (τινος Plat.); pass. наслаждаться игрой на свирели (μεθύειν καὶ κ. Plat.);
2) оглашать звуками свирели (νῆσος ἐφ᾽ ἡμέρας πολλὰς κατηυλεῖτο Plut.);
3) играть на свирели Plat., Plut.;
4) перен. заколдовывать, сковывать (τινα φόβῳ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αυλέω amuseren met fluitspel, met gen..; καταυλοῦσι τῶν παιδίων zij wiegen de kinderen met fluitspel in slaap Plat. Lg. 790e; overdr., met acc.: σε... καταυλήσω φόβωι mijn fluitspel zal je met angst betoveren Eur. HF 871; νῆσος κατηυλεῖτο overal op het eiland klonk fluitspel Plut. Ant. 56.8.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to play upon the flute to, τινός Plat.:—Pass., of persons, to have it played to one, Plat.:—Pass. to resound with flute-playing, Plut.
II. c. acc. pers. to overpower by flute-playing:—generally, to overpower, strike dumb, Eur.