πωλέω
English (LSJ)
Ion.impf.
A πωλέεσκε Hdt.1.196: fut. -ήσω Ar.Fr.543, X. Cyr.6.2.38; Dor. 3pl. πωλησεῦντι IG12(1).3.2 (Rhodes, i A.D.): aor. ἐπώλησα Plu.Phil.16:—Pass., fut. in med. form πωλήσεται Eub.74.1: 2 fut. πεπωλήσεται Aen.Tact.10.19: aor. ἐπωλήθην Pl.Plt.260d, prob. in IG12.60.10:—sell or offer for sale, opp. ὠνεῖσθαι, Hdt.1.165, 196, etc.; opp. ἀποδίδοσθαι (of the actual sale), X.Smp.8.21, cf. Mem. 2.5.5 (Pass.); μετ' ἀβακίου καὶ τραπεζίου π. ἑαυτόν sell oneself across the counter, Lys.Fr.50: c. gen. pretii, ἐπώλεε ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων sold at a high price for exportation to Sardis, Hdt.8.105, cf. Ar. l.c.; πωλέω οὐδενὸς χρήματος refuse to sell it at any price, Hdt.3.139; τὰ ξύμπαντα τούτου ἑνὸς ἂν πωλοῖτο Th.2.60; τῶν πόνων π. ἁμῖν πάντα τἀγάθ' οἱ θεοί Epich.287; ἀργυρίου π. τι X.Mem. 1.6.13, etc.; τὰ σφῶν αὐτῶν μικροῦ λήμματος π. D.11.18; ἔρωμαι ὁπόσου πωλεῖ; ask what he wants for it, X.Mem.1.2.36; π. δὶς πρὸς ἀργύριον Thphr.HP9.6.4 (Pass.); τὴν Ἀσίην πωλῶ πρὸς μύρα AP 11.3; π. τινί τι Stratt.13.1, cf. X.Hier.1.13 (Pass.); τι πρός τινας Hdt.9.80, Pl.Lg.741b; ὑπὸ κήρυκος π. τὰ κοινά D.51.22: abs., carry on business, trade, ἐν τῇ πόλει OGI629.83 (Palmyra, ii A.D.); π. πρός τινα deal with one, Ar.Ach.722; π. πάλιν retail, Pl.Plt.260d:— Pass., to be sold or offered for sale, εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα Hom.Epigr. 14.5, cf. Berl.Sitzb.1927.160 (Cyrene), Hdt.8.105; of a person, to be sold up, POxy.1477.3 (iii/iv A.D.). 2 π. τέλη let out the taxes, Aeschin.1.119; μέταλλα Arist.Ath.47.2; ὠνάς SIG284.28 (Erythrae, iv B.C.). b sell or farm out offices, priesthoods, etc., [τὰς ἀρχάς] Arist.Ath.62.1; ἐπὶ τοῖσδε πωλοῦμεν τὴν ἱερωσύνην τοῦ Διονύσου SIG 1003.2 (Priene, ii B.C.). 3 sell, i.e. give up, betray, τὰς γραφάς D. 58.35; τὰ τῆς πόλεως Id.19.141; τὰ οἴκοι Id.7.17:—Pass., of persons, to be bought and sold, betrayed, Ar.Pax633.
German (Pape)
[Seite 827] (vgl. πέλομαι, πωλέομαι u. ἐμπολάομαι; eigtl. verkehren, Handel und Wandel treiben), Waare gegen Waare umsetzen, verkaufen; Her. 1, 196; praes. pass. 8, 105; Eur. Cycl. 259; Ar. Plut. 167; der Preis steht im gen. dabei, Her. 8, 105; Thuc. 2, 60; ὁπόσου πωλεῖ, Xen. Mem. 1, 2, 36, u. A.; auch verpachten, τέλος, Aesch. 1, 119 (s. πωλητής); ὃς παρὰ τῶν πωλούντων τὰς πράξεις ἐωνεῖτο, Dem. 19, 133; τὰ οἴκοι, 7, 17, d. i. für Geld verrathen; Ἀσίαν πωλῶ πρὸς μύρα, Ep. ad. 448 (XI, 3).
Greek (Liddell-Scott)
πωλέω: Ἰων. παρατατ. πωλέεσκε Ἡρόδ. 1. 196· μέλλ. -ήσω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460, Ξεν.: ἀόρ. ἐπώλησα Πλούτ. - Παθητ., μέλλ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πωλήσεται Εὔβουλος ἐν «Ὀλβίᾳ» 1· ἀλλὰ πεπωλήσεται Αἰν. Τακτ. 10· ἀόρ. ἐπωλήθην Πλάτ. Πολιτικ. 260D. (Ἐκ τῆς √ΠΕΛ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν ταῖς λέξ. πέλω, πέλομαι, καὶ ἐν τῷ ἐμπολάω· ἡ αὐτὴ δὲ ῥίζα ἀναφαίνεται ἐπὶ κυριολεκτικωτέρας σημασίας ἐν ταῖς λ. ἀμφί-πολος, πολέω, πολεύω, πωλέομαι, πρβλ. κατωτ. ΙΙ. καὶ ἴδε αἰ-πόλος). Ἀνταλλάσσω ἐμπορεύματα, ὅθεν πωλῶ ἢ προσφέρω εἰς πώλησιν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὠνεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 165, 196 καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδίδοσθαι (ὅπερ σημαίνει τὴν πραγματικὴν πώλησιν), Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5, Συμπ. 8, 21· μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους... ἀγινέων ἐπώλεε ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων, παῖδας εὐμόρφους ἄγων εἰς Σάρδεις ἐπώλει αὐτοὺς εἰς ὑψηλὴν τιμήν, Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· ἐπώλεε οὐδενὸς χρήματος, δὲν συγκατένευσε νὰ τὸ πωλήσῃ ἀντὶ οὐδεμιᾶς τιμῆς, Ἡρόδ. 3. 139, πρβλ. Θουκ. 2. 60· οὕτω, τῶν πόνων π. ἡμῖν πάντα τἀγάθ’ οἱ θεοὶ Ἐπίχαρμ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20· ἀργυρίου πολλοῦ π. τι αὐτόθι 1. 6, 13, κτλ.· π. τὰ σφῶν αὐτῶν μικροῦ λήμματος Δημ. 157. 10· τιμῆς τεταγμένης π. Λυσ. Ἀποσπ. 4· μηδὲ... ἔρωμαι ὁπόσου πωλεῖ, μηδὲ νὰ ἐρωτήσω ἀντὶ πόσου πωλεῖ τι, τὴν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 36· ὡσαύτως, π. πρὸς ἀργύριον Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 6, 4· - π. τινί τι (πρβλ. πῶς Ι. 4) Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ξεν. Ἱέρ. 1, 13· τι πρός τινα Ἡρόδ. 9. 80, Πλάτ. Νόμ. 741Β· ὑπὸ κήρυκος π. τὰ κοινὰ Δημ. 1234. 15· καὶ ἀπολ., π. πρός τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 722· πάλιν πωλῶ, μεταπωλῶ, Πλάτ. Πολιτικ. 260D. - Παθ., πωλοῦμαι ἢ προσφέρομαι πρὸς πώλησιν, ἐν ἀγορῇ πωλεύμενα Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 5, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 105. 2) πωλῶ τέλη, πωλῶ τοὺς φόρους, Λατ. locare, Αἰσχίν. 16· ἐν τέλ.· πρβλ. πωλητής, 3) πωλῶ, δηλ. προδίδω, τὰς γραφὰς Δημ. 1333. 18· τὰ τῆς πόλεως πράγματα ὁ αὐτ. 384. 28· τὰ οἴκοι 80. 29· - ἐπὶ προσώπων, πωλοῦμαι, δηλ. προδίδομαι, ἀπατῶμαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 633· πρβλ. πιπράσκω. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 480 (;) πωλοῦσα φαίνεται ὅτι εἶναι ἀναγκαία διόρθωσις ἀντὶ τοῦ πολοῦσα, ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας τοῦ περιφέρομαι, περιέρχομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐπώλουν, f. πωλήσω, ao. ἐπώλησα, pf. inus.
litt. tourner et retourner ; négocier, trafiquer, p. suite :;
1 vendre, acc. : τί τινι ou τι πρός τινα, qch à qqn ; τι ἀργυρίου XÉN vendre qch à prix d’argent ; fig. πωλεῖν τῶν πόνων τἀγαθά XÉN faire acheter tes biens au prix de la peine ; en mauv. part vendre, livrer à prix d’or, acc.;
2 affermer : τέλος ESCHL un impôt.
Étymologie: R. Πελ, aller çà et là ; v. πέλω, πέλομαι.
English (Strong)
probably ultimately from pelomai (to be busy, to trade); to barter (as a pedlar), i.e. to sell: sell, whatever is sold.
English (Thayer)
πώλω; imperfect ἐπώλουν; 1st aorist ἐπώλησα; present passive πωλοῦμαι; (πελῶ πέλομαι, to turn, turn about, (Curtius, § 633, p. 470), from which (through the noun πωλη; Lob. in Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii. 57 bottom) πωλοῦμαι, Latin versor, followed by εἰς with the accusative of place, to frequent a place; cf. the Latin venio and veneo); from Herodotus down; the Sept. for מָכַר; properly, to barter, i. e. to sell: absolutely (opposed to ἀγοράζειν), οἱ πωλοῦντες (opposed to οἱ ἀγοράζοντες, buyers), sellers, αὐτόν, αὐτά, Luke 12:6.
Greek Monotonic
πωλέω: Ιων. γʹ ενικ. παρατ. πωλέσκεε, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐπώλησα·
1. πουλώ ή ανταλλάσσω αγαθά, πουλώ ή προσφέρω εμπορεύματα προς πώληση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. του τιμήματος, ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων π., πουλώ σε υψηλή τιμή στις Σάρδεις, σε Ηρόδ.· ἐπώλεε οὐδενὸς χρήματος, αρνήθηκε να το πουλήσει σε οποιαδήποτε τιμή, στον ίδ.· ἐρέσθαι ὁπόσου πωλεῖ, ρωτώ πόσα χρειάζεται γι' αυτό (δηλ. σε ποια τιμή το πουλάει), σε Ξεν.· απόλ., πωλέω πρός τινα, συναλλάσσομαι με κάποιον, σε Αριστοφ.
2. πωλέω τέλη, πουλώ τους φόρους, Λατ. locare, σε Αισχίν.
3. πουλώ, δηλ. εγκαταλείπω, προδίδω, σε Δημ.· λέγεται για πρόσωπα, προδίδομαι, εξαπατώμαι, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωλέω, Ion. imperf. 3 sing. ἐπώλεε, iter. 3 sing πωλέεσκε, verkopen, te koop aanbieden; met gen. pretii:; πωλέω οὐδενὸς χρήματος ik verkoop het voor geen prijs Hdt. 3.139.3; πωλεῖ καθ ’ ἑπτὰ τοὐβολοῦ hij verkoopt ze, zeven de obool Aristoph. Av. 1079; μήδ ’... ἐρῶμαι ὁπόσου πωλεῖ; mag ik zelfs niet vragen voor hoeveel hij ze verkoopt? Xen. Mem. 1.2.36; overdr.: λεώς... πωλούμενος... οὐκ ἐμάνθανεν het volk begreep niet dat het verkocht werd Aristoph. Pax 633; π. τὰ τῆν πόλεως het belang van de stad verkwanselen Dem. 19.141.
Russian (Dvoretsky)
πωλέω:
1) продавать: π. τί τινι и τι πρός τινα Xen. продавать что-л. кому-л.; πάλιν π. Plat. перепродавать; π. χρημάτων μεγάλων Her. продавать за большие деньги; οἱ πωλοῦντες Dem., NT торговцы;
2) отдавать на откуп (τέλος Aeschin.);
3) перен. продавать, предавать за деньги (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to offer for sale, to sell (IA.).
Other forms: πωλ-ήσω, -ῆσαι, -ηθῆναι.
Compounds: Often w. prefix (esp. hell. a. late inscr. a. pap.), e.g. προ-, δια-, ἀνα-, ἀντι-.
Derivatives: 1. Nom. actionis : πώλ-ησις f. sale (X. a.o.),-ημα n. sale, sold merchandise (inscr. Tauro- menion a.o.); backformation -ή, Dor. -ά f. sale (Sophr., Hyp. fr.). 2. Nom. agentis: πωλ-ητής m. seller, des. of a financial official (Att. etc.), also -ητήρ m. id. (Delph. IVa a.o.), f. -ήτρια seller (Poll.), λαχανο- πωλέω (Ar.) a.o.; -πώλης m., -πωλις f. unlimited productive in compounds, e.g. ἀλλαντο-πώλης sausage-seller with ἀλλαντο-πωλ-έω etc., ἀρτό-πωλις bread-seller, baker (Ar. a.o.), cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 26 a. 109 w. n. 3, Schwyzer 451; from this as momentary formation the simplex πώλης (Ar.). 3. Nom. loci -ητήριον selling-booth (X. a.o.). 4. Adj. -ητικός belonging to sale (Pl.; Chantraine Études 134), -ιμος for sale (hell. pap.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [804] *pel- sell
Etymology: Acc. to its formation πωλέω must be an iterative-intensive deverbative, though neither in Greek nor in the related languages a corresponding primary verb can be shown with certainty. However Skt. páṇate purchase, buy can represent an old nasalpresent in MInd. form IE *pl̥-nā-ti). With this n-present is clearly related (except Skt. paṇa- n. bet, stake, wages) a Balto-Slav. noun: Lith. pel̃nas gain, profit, merit, Slav., e.g. OCS plěnъ λάφυρον', Russ. polón captivity, booty; IE *pel-no-s. From Germ. come two isolated adj.: OWNo. falr vendible (IE *polo-s), OHG fāli id. (IE *pēli̯o-s; formation like OWNo. ætr = Skt. ādyàs eatable < IE *ēdi̯o-s); besides OHG feili, NHG feil with unexplained vocalism. Further details w. lit. in Mayrhofer s. páṇate, Fraenkel s. pel̃nas, Vasmer s. polón; older lit. in Bq and WP. 2, 51 (Pok. 804). -- Semant. πωλέω is close to ἐμπολή trade(ware), purchase, gain (s.v.), which is usu. connected with πέλομαι prop. *'turn (oneself)'; for πωλέω to πέλομαι Schwyzer 720. With this combination one should abandon the words mentioned above from IE *pel-. -- Cf. the lit. on πέρνημι.
Middle Liddell
!πωλέω,
1. to exchange or barter goods, to sell or offer for sale, Hdt., attic; c. gen. pretii, ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων π. to sell at a high price for exportation to Sardis, Hdt.; ἐπώλεε οὐδενὸς χρήματος refused to sell it at any price, Hdt.; ἐρέσθαι ὁπόσου πωλεῖ to ask what he wants for it, Xen.; absol., π. πρός τινα to deal with one, Ar.
2. π. τέλη to let out the taxes, Lat. locare, Aeschin.
3. to sell, i. e. give up, betray, Dem.:—of persons, to be bought and sold, Ar.