ῥυσός

From LSJ
Revision as of 17:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσός Medium diacritics: ῥυσός Low diacritics: ρυσός Capitals: ΡΥΣΟΣ
Transliteration A: rhysós Transliteration B: rhysos Transliteration C: rysos Beta Code: r(uso/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A shrivelled, wrinkled, Il.9.503, E.El.490, Ar.Pl.266, Pl. R.452b; ῥυσὰ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα the tearing of old wrinkled flesh (cf. ῥυτίς), E.Supp.49 (lyr.); ῥ. βουλευτήρια, prob. = ῥυσοὶ βουλευταί, Theopomp.Com.75; μαστός Sor.1.88; ἕλκος Gal.10.404; ῥυσότερον βαλλαντίων πρόσωπον Alciphr.3.55; ῥ. ἐπισκύνιον AP6.64 (Paul. Sil.); also of fruits, etc., [ἀκρόδρυα] ἰσχνὰ καὶ ῥ. Plu.2.735d; ἐλαῖαι Archestr.Fr.7; σῦκα Philostr.Im.1.31.—The forms ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, etc., are freq. in codd.

German (Pape)

[Seite 853] (von ῥύω, also) eigtl. zusammengezogen, dah. zusammengeschrumpft, runzlig; Il. 9, 503; ῥυσῷ γέροντι, Eur. El. 490; frg. 495; ῥυσὰ σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα χειρῶν, Suppl. 50; Ar. Plut. 266; sp. D., ῥυσὸν ἐπ ισκύνιον Paul. Sil. 50 (VI, 64), wie in sp. Prosa, bei Plut. u. A. – Die Schreibung ῥυσσός scheint aus der prosodischen Unwissenheit Späterer entstanden; Jac. A. P. 60; Ach. Tat. 747; Seidler Eur. El. 485.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσός: -ή, -όν, (ῥύω, ἐρύω) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. ῥυτίς) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου πρόσωπον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. ἐπισκύνιον, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - ὡσαύτως ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει μακρόν, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
resserré, contracté, d’où
1 renfrogné;
2 ridé.
Étymologie: R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. ἐρύω.

Greek Monolingual

και ῥυσσός, -ή, -όν, Α
γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. Fῥῡ- με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -(σ)σός που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, γαμψός). Η σύνδεση, ωστόσο, με το ἐρύω δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (βλ. λ. έρύω [Ι]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ῥῡσός συνδέεται με λατ. rūga «ρυτίδα», λιθουαν. raūkas, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική τουλάχιστον σχέση].

Greek Monotonic

ῥῡσός: -ή, -όν (*ῥύω=ἐρύω), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, ξηρός, τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν ἐπισκύνιον, λέγεται για το κατσούφιασμα, τη συνοφρύωση, το αγριοκοίταγμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσός:
1) морщинистый, сморщенный (γέρων Eur.; πρόσωπον Men.; ἀκρόδρυα Plut.);
2) нахмуренный (ἐπισκύνιον Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: shrivelled, shrunk, wrinkled (I 503).
Other forms: Mss. also -σσ-. On ῥυτίς, -ίδος bel.
Compounds: Some compp., e.g. ἔν-ρυσος somewhat wrinkled (Dsc.; Strömberg Prefix Studies 128).
Derivatives: 1. ῥυσ-αλέος id. (Nic.; αὑαλέος a.o.); 2. -ώδης with a wrinkled appearance (AP a.o.); 3. -ότης f. wrinkledness (Plu.); 4. ῥυσίλλας τὰς ῥυτίδας H. (diminutive-hypocoristic; cf. Chantraine Form. 252, Schwyzer 485); 5. ῥυσ-όομαι, -όω to shrivel, to wrinkle (oneself) (Arist.) with -ωσις f. (Gal.); 6. -αίνομαι id. (Nic., AP). -- ῥυτίς, -ίδος f. (Aeol. βρύτιδες EM) wrinkle, fold (Ar., Pl.) with ῥυτιδ-ώδης = ῥυσώδης, -όομαι, -όω = ῥυσόομαι, -όω (Hp., Arist.), -ωσις f. wrinkling (medic.), -ωμα n. wrinkle (sch.). Prob. also ῥυτίσματα pl. (Men.: *ῥυτίζω), after Phot. = τῶν διερρυηκότων ἱματίων τὰ ἀποπληρώματα (`patch, piece of cloth').
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With ῥυσός cf. λοξός, κομψός, γαυσός and many other adj. in -σός (Chantraine Form. 434, Études 17. Schwyzer 516, Stang Symb. Oslo. 23, 46, Specht Ursprung 200); ῥυτίς like πηκτίς, ξυστίς, δοκίς etc.; from *ῥυ-τή, -τόν v.t. -- Prob. like ῥυτήρ vein etc. to ἐρύω draw, pull, snatch (s.v.), so prop. *'drawn, distorted, pulled' etc. (Solmsen IF 31, 463) (for the meaning cf. ῥάκη, also wrinkels) - but then we would have *ἐρυσος. The similarity with Lat. rūga wrinkle, fold, Lith. raũkas id. is accidental; cf. W.-Hofmann and Fraenkel s.vv. S. also Bechtel Lex. s. ῥυσός.

Middle Liddell

ῥῡσός, ή, όν [*ῥύω, ἐρύω
drawn up, shrivelled, wrinkled, Il., Eur., etc.; ῥ. ἐπισκύνιον, of a frown, Anth.