κόβαλος

From LSJ
Revision as of 15:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόβᾱλος Medium diacritics: κόβαλος Low diacritics: κόβαλος Capitals: ΚΟΒΑΛΟΣ
Transliteration A: kóbalos Transliteration B: kobalos Transliteration C: kovalos Beta Code: ko/balos

English (LSJ)

ὁ,

   A impudent rogue, arrant knave, Ar.Eq.450, Ra.1015, Pl.279, D.C.53.3; of Midias, Phryn. Com.4: in pl., mischievous goblins, invoked by rogues, Ar.Eq.635; of the owl, κ. καὶ μιμητής Arist.HA597b23.    II Adj. κόβαλα, τά, knavish tricks, rogueries, Ar.Eq.417, Ra.104; ὕβριστον ἔργον καὶ κ. Pherecr.162. (For the orig. sense cf. κοβαλεύω.)

German (Pape)

[Seite 1464] ὁ, Kobold, Possenreißer u. Schmarotzer, Gauner, der Anderen betrügerisch seines eigenen Vortheils wegen schmeichelt; neben ἀγοραῖοι u. πανοῦργοι Ar. Ran. 1015, vgl. Equ. 450; καὶ μόθων Plut. 279, wo die Schol. wie Harpocr. bemerken, daß eigtl. δαίμ ονές τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον so heißen, satyrähnliche Gesellen des Bacchus, die ihn durch ihre Späße belustigten; vgl. Lob. Aglaoph. p. 1313. – Bei Arist. H. A. 8, 12 von einem Vogel ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής. – Adj., possenhaft u. gaunerisch, spitzbübisch; κόβαλά γ' ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ Ar. Ran. 104, Schol. ἀπατητικά, πανοῦργα, vgl. Equ. 415.

Greek (Liddell-Scott)

κόβᾱλος: ὁ, ἀναίσχυντος κακοῦργος, πανοῦργος, δόλιος καὶ ἀηδὴς ἄνθρωπος, ἀπατεών, συνάπτεται τῷ ἀγοραῖοι καί πανοῦργοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 450, πρβλ. Βατράχ. 1015· τῷ μόθων ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 279· ἐπὶ τοῦ Μίδου, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 4· ― κόβαλοι, ἦσαν προσέτι κακοποιὰ φαντάσματα ἃ ἐπεκαλοῦντο οἱ πανοῦργοι καὶ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 635, πρβλ. Λοβ. Ἀγλαόφ. 1308 κἑξ.· ― ἐπὶ τῆς γλαυκός, κ. καὶ μιμητὴς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κόβαλα, παίγνια πανοῦργα, ἀπάται, δόλοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 417, Βάτρ. 104· ὕβριστον ἔργον καί κ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 23 (Ἀν. Β. 368, 24).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. adj. 1 fourbe, trompeur, filou, voyou, vaurien;
2 mauvais plaisant, moqueur;
II. subst.κόβαλος lutin ou génie malfaisant, qui joue de vilains tours.
Étymologie: cf. lat. cavilla -- DELG étym. incert.

Greek Monolingual

κόβαλος, ὁ (Α)
1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας
2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.)
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι
κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι καὶ Μόθων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως που έφθασε στην Αττική μέσω κάποιας δωρικής διαλέκτου, πιθ. της Κορινθιακής. Το παρ. κοβαλεύω «μεταφέρω» καθώς και η μειωτική χροιά του όρου αποτελούν ένδειξη ότι η λ. διέθετε και κάποια σημ. όπως «βαστάζος, χαμάλης» (πρβλ. και τη μειωτική χροιά της σημ. τών λέξεων αυτών σήμερα). Κατ' άλλη άποψη, η σημ. του «μεταφορέα» προήλθε από τη μεταφορά λείας, κλοπιμαίων].

Greek Monotonic

κόβᾱλος: ὁ,
I. αναίσχυντος, κακούργος, πανούργος, σε Αριστοφ.· οι Κόβαλοι ήταν κάποια πλάσματα (καλικάντζαροι) τα οποία επικαλούνταν οι απατεώνες, στον ίδ.
II. ως επίθ. κόβαλα, πανούργα τεχνάσματα, απάτες, ζαβολιές, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόβαλος -ον adj. doortrapt; subst. τὰ κόβαλα kwajongensstreken. subst. schurk, deugniet; personif. ὁ Κόβαλος Bedrog (demon).

Russian (Dvoretsky)

κόβᾱλος: II
1) плут, обманщик Arst.;
2) проказливое божество (род домового) Arph.
плутоватый, проказливый Arph., Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: impudent rogue, mischievous knave, also (parodizing) mischievous goblins (Ar., Arist., D. C.); as adj. ntr. κόβαλα, -ον knavish tricks (Pherekr., Ar.).
Derivatives: κοβαλεία (Din.), κοβάλευμα (Et. Gen.) roguery; (ἐκ)κοβαλικεύομαι rogue, deceive (Ar. Eq. 270) with κοβαλικεύματα pl. (Ar. Eq. 332); from *κοβαλικός (κοβαλικοῖσι conj. in Timocr. Fr. 1, 7 Diehl). - Also κοβαλεύω transport (pap., EM), NGr. κουβαλῶ id., κοβαλισμός transport (pap.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular words without etymology. After Björck Alpha impurum 46f. a. 258f. with v. Wilamowitz prop. porter, transport worker, from where contemptible rogue; the original meaning would as a non Att.-Ion. element have been introduced in the koine. As home of κόβαλος v. Wilamowitz GGA 1898, 689 assumes Korinth; Zacher IFAnz. 18, 86 (s. also Kretschmer KZ 55, 85f.) and supposes, also hypothetically, that the word is Thraco-Phrygian (like κοάλεμος). Against connection with Lat. caballus (Grégoire Byzantion 13, 287ff.; cf. on καβάλλης) s. Björck l. c. - The word is prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

κόβᾱλος, ὁ,
I. an impudent rogue, arrant knave, Ar.: —Κόβαλοι were mischievous goblins, invoked by rogues, Ar. II. as adj. κόβαλα, knavish tricks, rogues, Ar.
II. as adj. κόβαλα, knavish tricks,

Frisk Etymology German

κόβαλος: {kóbālos}
Grammar: m.
Meaning: Spitzbube, Gauner, Halunke, auch (parodierend) Ben. böser Genien (Ar., Arist., D. C.); als Adj. ntr. κόβαλα, -ον gaunerisch (Pherekr., Ar.).
Derivative: Davon (über κοβαλεύω, s. unten) κοβαλεία (Din.), κοβάλευμα (Et. Gen.) Gaunerei; (ἐκ)κοβαλικεύομαι gaunern, betrügen (Ar. Eq. 270) mit κοβαλικεύματα pl. (Ar. Eq. 332); zunächst von *κοβαλικός (κοβαλικοῖσι Konj. bei Timokr. Fr. 1, 7 Diehl). — Daneben κοβαλεύω transportieren (Pap., EM), ngr. κουβαλῶ ib., κοβαλισμός Transport (Pap.).
Etymology : Volkstümliche Wörter ohne Etymologie. Nach Björck Alpha impurum 46f. u. 258f. mit v. Wilamowitz eig. Lastträger, Transportarbeiter, woraus verächtlich Gauner, Halunke; die ursprüngliche Bedeutung wäre als ein nicht att.-ion. Element in die Koine übernommen. Als Heimat von κόβαλος vermutet v. Wilamowitz GGA 1898, 689 Korinth; Zacher IFAnz. 18, 86 (s. auch Kretschmer KZ 55, 85f.) betrachtet, ebenfalls hypothetisch, das Wort als thrakisch-phrygisch (wie κοάλεμος). Gegen Zusammenhang mit lat. caballus (Grégoire Byzantion 13, 287ff.; vgl. zu καβάλλης) s. Björck a. a. O. m. weiterer Lit.
Page 1,889