παραδίδω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek (Liddell-Scott)
παραδίδω: παραδίδωμι, ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδετο Ἐπιστ. Παύλου πρὸς Κορινθ. Α΄, ια΄, 23, Γρηγέντιος 600Β (96).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α
1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω
2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.)
3. παρέχω, παραχωρώ («παρέδωκεν αὐτοῑς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ», ΚΔ)
4. μεταβιβάζω σε άλλον αρχή, αξίωμα, υπηρεσία κ.λπ. (α. «παρέδωσε την προεδρία του συλλόγου» β. «ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν», Σοφ.)
5. κληροδοτώ στους μεταγενέστερους («τήν τε πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις παρέδοσαν», Iσοκρ.)
6. διδάσκω (α. «παραδίδει χημεία» β. «παραδιδόναι τὴν ἀρετήν», Πλάτ.)
7. εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι σε κάποιον («ἐκ τῆς παραδοθείσης αὐτοῑς ἁγίας ἐντολῆς», ΚΔ)
8. θέτω στην εξουσία κάποιου με προδοσία, προδίδω («φιλήματι δολίῳ παραδοὺς αὐτὸν τοῖς ἀνόμοις», ΚΔ)
9. προσάγω κάποιον στο δικαστήριο («διὰ τὰ τοῦ πατρὸς ἁμαρτήματα... τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη», Λυσ.)
10. μέσ. παραδίδομαι
α) αφήνω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιου
β) αφοσιώνομαι, προσηλώνομαι (α. «παραδόθηκε στη δουλειά του» β. «εἰς ὅv παρεδόθητε τύπον διδαχῆς», ΚΔ)
11. φρ. «παραδίδω το πνεύμα» — εκπνέω, ξεψυχώ
νεοελλ.
1. δίνω κάτι σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε υπερβολικό βαθμό (α. «μην του παραδίνεις φαγητό γιατί θα παχύνει» β. «μην του παραδίνεις σημασία»)
2. μέσ. γίνομαι έρμαιο, υποδουλώνομαι («έχει παραδοθεί στην ακολασία»)
3. (ως απρόσ.) παραδίδεται
λέγεται, θρυλείται
4. φρ. α) «παραδίδω τα όπλα» — ομολογώ ότι νικήθηκα, υποκύπτω, καταθέτω τα όπλα
β) «παραδίδω την ύστατη πνοή» ή, απλώς, «παραδίδω» — πεθαίνω
αρχ.
1. παρέχω, αποφέρω
2. επιτρέπω («ὁ θεὸς τοῦτο γε οὐ παρεδίδου», Ηρόδ.)
3. προσφέρω κάτι ως ευκαιρία
4. μεταστρέφω
5. (για καρπό) ωριμάζω
6. φρ. α) «παραδίδω εἰς θάνατον» — θανατώνω
β) «παραδίδομαι τῇ χάριτι τοῦ θεοῡ» — γίνομαι χριστιανός, βαπτίζομαι
γ) «παραδίδομαι σιωπῇ» — αποσιωπώμαι
δ) «παραδίδομαι πέρατι» — τελειώνω
ε) «παραδίδωμι φόνου δίκην» — δικάζω για φόνο στο δικαστήριο.