φυσιόω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
(φύσις)
A dispose one naturally, c. inf., Simp. in Epict. p.58 D.:—Pass., πεφυσιωμένος, η, ον, having become a second nature, inveterate, Arist.Cat.9a2.
φῡσιόω, (φῦσα)
A puff up, 1 Ep.Cor.8.1 (for Ep. part. φυσιόων v. φυσιάω):—Pass., πρὸς τὰ θέματα πεφυσιωμένος Phld.Po.Herc.1676.9, cf. 1 Ep.Cor.4.6; ὑπολήψεις πεφ. Phld.Mus.p.26 K.
German (Pape)
[Seite 1318] 1) τινά, mit folgdm infin., Einem Etwas zur Natur machen, ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πῶς ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Simplic.; dah. πεφυσιωμένος Arist. categ. 8. – 2) = φυσιάω, blasen, aufblähen, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
φῠσιόω: (φύσις) διαθέτω τινὰ κατὰ φύσιν, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 219. ― Παθ., πεφυσιωμένος, η, ον, ὁ γενόμενος φυσικός, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 3, πρβλ. Κλήμ. Ἀλεξ. 859.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
rendre naturellement apte, disposer naturellement.
Étymologie: φύσις.
2-ῶ :
enfler d’orgueil, de vanité.
Étymologie: φῦσα.
English (Strong)
from φύσις in the primary sense of blowing; to inflate, i.e. (figuratively) make proud (haughty): puff up.
English (Thayer)
φυσιω; passive, present φυσιοῦμαι; perfect participle πεφυσιωμενος; 1st aorist ἐφυσιωθην;
1. (from φύσις), to make natural, to cause a thing to pass into nature (Clement of Alexandria; Simplicius).
2. equivalent to φυσάω, φυσιάω (from φῦσα a pair of bellows), to inflate, blow up, blow out, to cause to swell up; tropically, to puff up, make proud: to be puffed up, to bear oneself loftily, be proud: ὑπό τοῦ νως τῆς σαρκός αὐτοῦ, ὑπέρ τίνος (see ὑπέρ, I:2 (and cf. 5)) κατά τίνος, ἵνα, II:1d.). (Ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monotonic
φῡσιόω: (φῦσα), φουσκώνω, σε Καινή Διαθήκη (για Επικ. μτχ. φυσιόων, βλ. φυσιάω).
Russian (Dvoretsky)
φῠσιόω:
I φύσις делать природным, укоренять: διὰ χρόνου πλῆθος πεφυσιωμένος (v. l. συμπεφυσιωμένος) Arst. укоренившийся с течением времени.
[[φυσιόω
|φῡσιόω]]: II φῦσα II] наполнять спесью NT; pass. кичиться, чваниться NT.
Middle Liddell
φῡσιόω, φῦσα
to puff up, NTest.: (for epic part. φυσιόων, v. φυσιάὠ.
Chinese
原文音譯:fusiÒw 廢西俄哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:得意
字義溯源:自鳴得意,洋洋自得,自誇,擺架子,張狂,自高自大;源自(φύσις)=本性),而 (φύσις)出自(φύω)*=噴出,生長)
出現次數:總共(7);林前(6);西(1)
譯字彙編:
1) 自高自大(4) 林前4:18; 林前5:2; 林前8:1; 西2:18;
2) 你們⋯自高自大(1) 林前4:6;
3) 自高自大者(1) 林前4:19;
4) 張狂(1) 林前13:4