μαγεύω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A to be a Magus or skilled in Magian lore, Plu.Art.3,6, Philostr. VA1.2. II use magic arts, E.IT1338; καταγαγεῖν τὸν Δία μαγεύσαντας Plu.Num.15. III trans., bewitch, e.g. by philtres, Ach.Tat.5.22:—Pass., Clearch.25, Luc.Asin. 54; πέπλον μεμαγευμένον φαρμάκοις Apollod.1.9.28. 2 call forth by magic arts, ἔμψυχα AP12.57 (Mel.), cf. Luc.Asin.11.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγεύω: εἶμαι μάγος ἢ ἔμπειρος εἰς μαγικὴν σοφίαν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3 καὶ 6, Φιλόστρ. 4· μεταχειρίζομαι μαγικὰ τεχνάσματα, κατάγειν τὸν Δία μαγεύσαντας Πλουτ. Νουμ. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., μέλη μ., ᾄδω μαγικὰς ἐπῳδάς, Εὐρ. Ι. Τ. 1338. ΙΙ. μεταβ., γοητεύω, ἔμψυχα μαγεύων Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Λουκ. Ὄν. 11· - Παθητ., μαγεύομαι, μαγευόμεναι καὶ μαγεύουσαι Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε, Λουκ. Ὄν. 54. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγεύειν· γοητεύειν. θεραπεύειν Θεούς».
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμάγευσα, pf. Pass. μεμάγευμαι;
I. intr.
1 être magicien;
2 user de moyens magiques, accomplir des opérations magiques;
II. tr. charmer par des sortilèges.
Étymologie: μάγος.
English (Strong)
from μάγος; to practice magic: use sorcery.
English (Thayer)
(μάγος); to be a magician; to practise magical arts: Euripides, Iph. 1338; Plutarch, Artax. 3,6, and in other authors.)
Greek Monolingual
(AM μαγεύω) μάγος
1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι
β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς δαίμονας φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», Πλούτ.)
2. (μτβ.) θέλγω, γοητεύω, ξεμυαλίζω, συναρπάζω, σαγηνεύω («με τον λόγο του μάγεψε το πλήθος»)
νεοελλ.-μσν.
1. προσδίδω σε κάτι μαγικές ιδιότητες
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγεμένος, -η, -ο(ν)
μαγικός
αρχ.
1. παράγω κάτι με μαγική τέχνη («ἔμψυχα μαγεύων», Ανθ. Παλ.)
2. (αμτβ.) είμαι μάγος, είμαι κάτοχος της μαγικής δύναμης ή σοφίας («Πλάτων... οὔπω μαγεύειν ἔδοξε καίτοι πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.).
Greek Monotonic
μᾰγεύω: (Μάγος), μέλ. -σω,
I. είμαι μάγος, χρησιμοποιώ μαγικά τεχνάσματα, σε Πλούτ.· με σύστ. αντ. μέλημαγεύω, τραγουδώ μαγικά τραγούδια ως μέρος μιας τελετουργίας, σε Ευρ.
II. μτβ., επικαλούμαι την εμφάνιση κάποιου με μαγικά τεχνάσματα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγεύω:
1) быть сведущим в магическом искусстве, быть магом Plut., NT;
2) ворожить, колдовать: βάρβαρα μέλη μ. Eur. петь заклинания на непонятном языке;
3) чарами вызывать, околдовывать (ἔμψυχα Anth.).
Middle Liddell
μᾰγεύω, Μάγος
I. to be a Magus, use magic arts, Plut.: c. acc. cogn., μέλη μ. to sing incantations, Eur.
II. trans. to call forth by magic arts, Anth.
Chinese
原文音譯:mageÚw 馬糾哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:魔術,眾多
字義溯源:行邪術,用巫術;源自(μάγος)=魔術師)
同源字:1) (μαγεία / μαγία)魔術 2) (μαγεύω)行邪術 3) (μάγος)魔術師
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 行邪術(1) 徒8:9