ῥῖγος

From LSJ
Revision as of 14:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῖγος Medium diacritics: ῥῖγος Low diacritics: ρίγος Capitals: ΡΙΓΟΣ
Transliteration A: rhîgos Transliteration B: rhigos Transliteration C: rigos Beta Code: r(i=gos

English (LSJ)

εος, τό,

   A frost, cold, Od.5.472, Hdt.6.44, etc.; ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους Pl.Euthphr.4d; λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος X.Cyr.6.1.15: pl., ῥίγη καὶ θάλπη Id.Oec.7.23.    2 shivering, Pl.Ti.62b; shivering fit, as in ague, Hp.VM16, Aph.4.29, BGU956.2 (iii A.D.); ῥ. πυρετώδη Hp.Fract.34.

German (Pape)

[Seite 842] τό, 1) frigus, Frost, Kälte; Od. 5, 472; ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους, Plat. Euthyphr. 4 d, u. öfter; λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος, Xen. Cyr. 6, 1, 16; Folgde; bes. Erstarren vor Frost, Frostschauer, Plat. Tim. 62 b; auch Fieberschauer, Sp. – 2) übrtr., das Schaudern, Entsetzen, Verabscheuen. – [Die Accentuation ῥίγος ist falsch, da ι lang ist.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥῖγος: -εος, τό, (ἴδε ῥιγέω) ψῦχος, παγετός, Ὀδ. Ε. 472, Ἡρόδ. 6. 44, καὶ Ἀττ.˙ ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους Πλάτ. Εὐθύφρων 4D·λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος Ξεν. Κύρ. 6. 1, 14˙ πληθ., ῥίγη καὶ θάλπη ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7, 23. 2) τὸ τρέμειν ἐκ τοῦ ψύχους, Πλάτ. Τίμ. 62Β˙ ὡσαύτως, τὸ μετὰ τοῦ πυρετοῦ ῥῖγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀφορ. 1250˙ ῥιγέα πυρετώδη ὁ αὐτ. ἐν Ἀγμ. 774.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
froid, gelée.
Étymologie: p. *Ϝρῖγος ; cf. lat. frigus.

English (Autenrieth)

εος (cf. frigus): cold, Od. 5.472†.

Greek Monolingual

το / ῥῑγος, ΝΜΑ
ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή εμπύρετων νόσων, όπως είναι οι λοιμώξεις, η πνευμονία, η γρίππη κ.ά. («ῥίγη πυρετώδη», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
μτφ. ανατρίχιασμα του σώματος που προκαλείται από έντονο συναίσθημα («ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει», Γρυπ.)
αρχ.
ψύχος, κρύο, παγετός («ὑπὸ λιμοῡ καὶ ῥίγους... ἀποθνήσκει», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ζεύγος ῥῖγος: ἔρριγα (πρβλ. γῆθος: γέγηθα) ανάγεται σε ΙΕ srig- «κρύο, ψύχος» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα λατ. frigus «ρίγος, ψύχος»: frigeo].

Greek Monotonic

ῥῖγος: -εος, τό, παγετός, ψύχος, Λατ. frigus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῖγος: εος τό
1) холод, стужа Hom., Her., Xen. etc.;
2) озноб, дрожь (τρόμος καὶ ῥ. Plat.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: frost, cold, shivering fit (ε 472).
Compounds: Some compp., e.g. ῥιγο-πύρετος m. (-ον n.) tertian fever, ague (Gal., Ptol. a.o.) for older (Hp.) πυρετὸς καὶ ῥῖγος (Strömberg Wortstud. 85), ἀ-ρριγής (adv. -γέως) not sensitive to cold (Hp.); also ἄ-ρ(ρ)ιγος id., not shivering (Arist., Aret.) as δύσ-ριγος to tolerate cold badly (Hdt., Arist., Thphr.); both connected with ῥιγέω as e.g. δύσ-φορος with φορέω, φέρω. From it as denom. ῥιγώω, -ῶσαι, rarely w. ἐπι-, ἐν- a.o., to freeze (ξ 481), after the opposite ἱδρώω (not from *ῥιγωσ- with e.g. Schwyzer 724).
Derivatives: ἔρριγα perf. freeze, congeal, shudder, aor. ῥιγῆσαι (ep. Il.), fut. ῥιγήσω (Ε 351), pres. ῥιγέω (Pi.); rarely w. ἀπο-, ἐπι-, κατα-. -- Primary comp. ῥίγιον colder, ghastlier, terribler (Hom., Hes., Semon.), sup. ῥίγιστα (Ε 873), -ος, -ον (A. R., Nic.). -- Further adj.: 1. ῥιγεδανός ghastly, terrible (Τ 325, A. R., Opp.), after unknown example to ῥιγος or from *ῥιγεδών? (Chantraine Form. 362, Schwyzer 530, Specht Ursprung 199 a. 345); 2. ῥιγαλέος id. (Emp.); to ῥῖγος as ἀργαλέος to ἄλγος (Debrunner IF 23, 21, Benveniste Origines 46); 3. ῥιγηλός (κατα-) id. (ξ 226, Hes. Sc., Nic., Nonn. Ap), from ἔριγα, ῥιγέω; 4. ῥιγώδης causing a shivering fit (Hp., Gal.), from ῥῖγος; 5. `Ρῖγμος m. n. of a Thracian (Υ 485); to ῥῖγος as θερμός to θέρος (Risch $ 19f)?
Origin: IE [Indo-European] [1004] *sriHg-os cold
Etymology: With ἔρριγα : ῥῖγος agree γέγηθα : γῆθος, λέληθα : Dor. λᾶθος, with ablaut γέγονα : γένος a.o.; as ῥίγιον : ῥῖγος also e.g. ἄλγιον : ἄλγος, κέρδιον : κέρδος (Schwyzer 539). -- With ῥῖγος agrees exactly Lat. frīgus n. cold, frost, shivering when we posit IE *sriHgos n. Thus ῥιγέω = Lat. frīgeō, but they may originate from parallel innovation. Further connection quite uncertain; s. WP. 2, 7 05 f. and W.-Hofmann s. frīgeō w. rich lit.

Middle Liddell

ῥῖγος, ος, εος, τό,
frost, cold, Lat. frigus, Od., etc.

Frisk Etymology German

ῥῖγος: {rhĩgos}
Grammar: n.
Meaning: Frost, Kälte, Fieberschauer (seit ε 472).
Composita : Einige Kompp., z.B. ῥιγοπύρετος m. (-ον n.) Wechselfieber, Fieberfrost (Gal., Ptol. u.a.) für älteres (Hp.) πυρετὸς καὶ ῥῖγος (Strömberg Wortstud. 85), ἀρριγής (Adv. -γέως) gegen Kälte nicht empfindlich (Hp.); auch ἄρ(ρ)ιγος ‘ds., nicht schauernd (Arist., Aret.) wie δύσριγος die Kälte schwer ertragend (Hdt., Arist., Thphr. usw.); beide an ῥιγέω angeschlossen wie z.B. δύσφορος an φορέω, φέρω. Davon das Denom. ῥιγώω, -ῶσαι, vereinzelt m. ἐπι-, ἐν- u.a., frieren (seit ξ 481), nach dem Oppositum ἱδρώω (nicht von *ῥιγωσ- mit z.B. Schwyzer 724).
Derivative: Daneben ἔρριγα Perf. friere, erstarre, schaudere. Aor. ῥιγῆσαι (ep. poet. seit Il.), Fut. ῥιγήσω (Ε 351), Präs. ῥιγέω (Pi.); ganz vereinzelt m. ἀπο-, ἐπι-, κατα-. — Primärer Komp. ῥίγιον frostiger, schauderhafter, schrecklicher (Hom. Hes., Semon.), Sup. ῥίγιστα (Ε 873), -ος, -ον (A. R., Nik.). —Sonstige Adj.: 1. ῥιγεδανός schauderhaft, schrecklich (Τ 325, A. R., Opp. u.a.), nach unbek. Vorbild zu ῥιγος od. von *ῥιγεδών? (Chantraine Form. 362, Schwyzer 530, Specht Ursprung 199 u. 345); 2. ῥιγαλέος ib. (Emp.); zu ῥῖγος wie ἀργαλέος zu ἄλγος (Debrunner IF 23, 21, Benveniste Origines 46); 3. ῥιγηλός (κατα-) ib. (ξ 226, Hes. Sc., Nik., Nonn. Ap), von ἔριγα, ῥιγέω; 4. ῥιγώδης Fieberschauer verursachend (Hp., Gal.), von ῥῖγος; 5. Ῥῖγμος m. N. eines Thrakers (Υ 485); zu ῥῖγος wie θερμός zu θέρος (Risch PAR 19f)?
Etymology : Zu ἔρριγα : ῥῖγος stimmen γέγηθα : γῆθος, λέληθα : dor. λᾶθος, mit Ablaut γέγονα : γένος u.a.rn.; wie ῥίγιον : ῥῖγος noch z.B. ἄλγιον : ἄλγος, κέρδιον : κέρδος (Schwyzer 539). — Mit ῥῖγος deckt sich genau lat. frīgus n. Kälte, Frost, Schauer bei Ansetzung von idg. *srīgos n. Ebenso ῥιγέω = lat. frīgeō, wobei indessen mit paralleler Neubildung zu rechnen ist. Weitere Anknüpfung ganz unsicher; s. WP. 2, 7 05 f. und W.-Hofmann s. frīgeō m. reicher Lit.
Page 2,654-655