ἀπεχθάνομαι

From LSJ
Revision as of 14:40, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεχθάνομαι Medium diacritics: ἀπεχθάνομαι Low diacritics: απεχθάνομαι Capitals: ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apechthánomai Transliteration B: apechthanomai Transliteration C: apechthanomai Beta Code: a)pexqa/nomai

English (LSJ)

Od.2.202,Ar.Pl.910, Pl.Ap.24a,etc.: impf.

   A ἀπηχθανόμην Cratin.36, X.An.7.7.10: fut. ἀπεχθήσομαι Hdt.1.89, E.Alc.71, Pl.Phlb.28d, etc.; ἀπεχθᾰνοῦμαι Them.Or.26.322c: pf. ἀπήχθημαι Th.1.75, 2.63, X.An.7.6.34, etc.: aor. ἀπηχθόμην Il.24.27, etc.; subj. ἀπέχθωμαι ib.4.53; inf. ἀπεχθέσθαι (not ἀπέχθεσθαι), v. ἀπέχθομαι; part. ἀπεχθόμενος Pl.Min.321a: (ἔχθος):—Pass., to be hated, incur hatred, ἀπεχθάνεαι δ' ἔτι μᾶλλον Od.2.202; elswh. in Hom. always in aor., mostly c. dat. pers., to be or become hateful to one, incur his hate, ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Il.6.140; ἶσον γάρ σφιν πᾶσιν ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ 3.454; οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει nor does the people roused to hate against me distress me, Od.16.114; σοὶ ἐμέθεν ἀπήχθετο φροντίσδην Sapph.41, Hdt.1.89, 3.1, Antipho6.11, Th.1.136, etc.; ἀ. πρός τινα to be hateful in his eyes, E.Med.290; to be irritated against, πρὸς τὴν ἡγεμονίαν Plu.Galb.18, cf. J.AJ13.9.3: c. dat. rei, to be hated for a thing, Pl.Ap.24a, cf. Th.2.63 (but also in act. sense, dislike, τῇ φιλοσοφίᾳ, τῷ οἴνῳ Philostr.VA3.22, Im.2.17): c. part., ἀ. ποιῶν And.4.10; θριάμβους ἀναρύτουσ' ἀπηχθάνου Cratin. 36.    II causal, λόγοι ἀπεχθανόμενοι language that causes hatred, opp. οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, X.Smp.4.58.

German (Pape)

[Seite 289] (s. ἐχθάνομαι), bei Theocr. 7, 45 ἀπέχθομαι, wie Lycophr. 116; vom aor. ἀπηχθόμην inf. ἀπέχθεσθαι accent., Il. 21, 83 (vgl. Scholl. Aristonic.); Thuc. 1, 136; Plat. Rep. 343 e; Eur. Med. 285 ἀπεχθέσθαι; ἀπεχθόμενον und die anderen modi gehören zum aor.; fut. ἀπεχθήσομαι Her. 1, 89; Is. 1, 22; Plat. Phil. 28 d; perf. ἀπήχθημαι Alc. II, 149 e; Thuc. 2, 63; sich verhaßtmachen; verhaßt, verfeindet werden, absol., μνηστῆρες ἀπεχθόμενοι Od. 18, 165; γῆρας ἀπεχθόμενον Pind. N. 10, 83; ἀπήχθησθε Thuc. 1, 76; Plat. u. A.; τινί, ἀπήχθετο πᾶσιν Il. 3, 454; oft bei Att., bes. in Prosa; πρός τινα, Eur. Med. 290; Plut.; – λόγοι ἀπεχθανόμενοι verfeindende Reden Xen. Symp. 4, 58, im Ggstz von οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι; Od. 2, 202 ἀπεχθάνεαι ἔτι μᾶλλον, du erregst nur noch größere Erbitterung; – Xen. Hier. 8, 8 οἱ ἄνθρωποι ἀπεχθάνονται ἡμᾶς, verfolgen uns mit Haß; Od. 16, 114 οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, das Volk ist nicht feindselig gegen mich aufgebracht, Antwort auf V. 96 ἦ σέ γε λαοὶ ἐχθαίρουσ' ανὰ δῆμον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεχθάνομαι: Ὀδ. ἔνθα κατωτέρ., Ἀριστοφ. Πλ. 910, Πλάτ., κτλ.: παρατ. ἀπηχθανόμην Κρατῖν. ἐν «Διδασκαλίαις» 1, Ξεν.: μέλλ. ἀπεχθήσομαι Ἡρόδ. 1. 89, Εὐρ. Ἄλκ. 72, Πλάτ. κτλ., ἀπεχθᾰνοῦμαι κατὰ πρῶτον παρὰ Θεμιστ.: πρκμ. ἀπήχθημαι Θουκ. 1. 7., 2. 63, Ξεν., κλ.: ἀόρ. ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο Ἰλ. Ω 27, Ἀττ.: ὑποτακτ. ἀπέχθωμαι Ἰλ. Δ. 53· ἀπαρέμ. ἀπεχθέσθαι (οὐχὶ ἀπέχθεσθαι· ἴδε ἐν ῥήματι ἀπέχθομαι): μετοχ. ἀπεχθόμενος Πλάτ. Πολ. 321Α: Παθ. Μισοῦμαι, ἐπισύρω μῖσος, ἀπεχθάνεαι δ’ ἔτι μᾶλλον Ὀδ. Β. 202· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν ἀόριστον κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. προσώπ., εἶμαι ἢ καθίσταμαι μισητὸς εἴς τινα, ἐπισύρω τὸ μῖσος αὐτοῦ, ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Ἰλ. Ζ. 140· ἶσον γὰρ σφιν... ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ Γ. 454· οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, οὔτε πᾶς ὁ λαὸς ὑπ’ ἔχθρας κινούμενος ὀργίζεται κατ’ ἐμοῦ, Ὀδ. Π. 114· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 89., 3. 1, Ἀντιφῶντι 142. 35. Θουκ. 1. 136, κτλ.· ἀπ. πρός τινα, εἶμαι μισητὸς εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, Εὐρ. Μήδ. 290, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 18, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 13. 9, 3: - μετὰ δοτ. πράγματ., μισοῦμαι διά τι πρᾶγμα, Πλάτ. Ἀπολ. 24Α, πρβλ. Θουκ. 2. 63: - μετὰ μετοχ. ἀπ. ποιῶν Ἀνδοκ. 30. 19· θριάμβους ἀναρύτουσ’ ἀπηχθάνου Κρατῖνος ἐν «Διδασκαλίαις» 1. ΙΙ. ὡς ἀποθετ., μετὰ σημασ. μεταβατ., λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγοι διεγείροντες ἢ προξενοῦντες μῖσος, ἀντιθέτως τῇ φράσει, οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, Ξεν. Συμπ. 4. 58.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπηχθανόμην, f. ἀπεχθήσομαι, ao.2 ἀπηχθόμην, pf. ἀπήχθημαι;
I. Pass. devenir odieux ; à l’ao.2 être haï, être odieux;
II. Moy. haïr, poursuivre de sa haine.
Étymologie: ἀπό, ἔχθος.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἀπήχθετο, inf. ἀπεχθέσθαι: make oneself, be, or become hated, Od. 2.202, Il. 3.454; ‘mutualenmity is implied in Od. 16.114.

English (Slater)

ἀπεχθάνομαι aor. part.,
   1 hated “θάνατόν τε φυγὼνκαὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” (N. 10.83)

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. ἀπεχθήσομαι Hdt.1.89, E.Alc.71, Pl.Phlb.28d, ἀπεχθανοῦμαι Them.Or.26.322c; aor. ind. ἀπηχθόμην Il.24.27]
I c. dat. de pers. hacerse odioso a, incurrir en la enemistad u odio de πᾶσι θεοῖσιν Il.6.140, σφιν πᾶσιν Il.3.454, σφι Hdt.1.89, Καμβύσῃ Hdt.3.1, οὐδενί Antipho 6.11, Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις Th.1.136, πολλοῖς And.4.10, Θήβαις Theoc.16.105, Διονύσῳ Theoc.26.27
c. prep. πρός σε E.Med.290
c. part. θριάμβους ἀναρύτουσ' ἀπηχθάνου Cratin.36
c. instrum. hacerse odioso por αὐτοῖς τούτοις Pl.Ap.24a, ὧν (por atracción) ἐν τῇ ἀρχῇ ἀπήχθεσθε Th.2.63
abs. ser objeto de odio, hacerse odioso ἀπεχθάνεαι δ' ἔτι μᾶλλον Od.2.202, γῆρας ἀπεχθόμενον la odiosa vejez Pi.N.10.83.
II c. diversas construcciones, muy raramente c. dat. de pers.
1 ser, hacerse enemigo, estar irritado abs. οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει no me es hostil el pueblo todo irritado contra mí, Od.16.114
irritarse πρὸς τὴν ἡγεμονίαν Plu.Galb.18, αὐτῷ I.AI 13.135.
2 cobrar odio a, no gustar c. dat. de pers. e inf. σοὶ δ' ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο φροντίσδην has cobrado aborrecimiento a acordarte de mí Sapph.130.3
c. dat. de cosa τῇ φιλοσοφίᾳ Philostr.VA 3.22, τῷ οἴνῳ Philostr.Im.2.17.
3 producir odio λόγοι ... ἀπεχθανόμενοι X.Smp.4.58.

Greek Monolingual

(AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) έχθος
αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ
αρχ.
1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι
2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου
3. προκαλώ το μίσος ή την οργή.

Greek Monotonic

ἀπεχθάνομαι: παρατ. ἀπηχθανόμην, μέλ. ἀπεχθήσομαι, παρακ. ἀπήχθημαι, αόρ. βʹ ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο, υποτ. ἀπέχθωμαι, απαρ., ἀπεχθέσθαι· Παθ.·
I. είμαι μισητός, προκαλώ, επισύρω το μίσος, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., είμαι ή γίνομαι μισητός σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἀπεχθάνομαι πρός τινα, είμαι μισητός στα μάτια του, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., είμαι μισητός για κάτι, σε Πλάτ.
II. Αποθ., με μτβ. σημασία, λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγια που προκαλούν μίσος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεχθάνομαι:
1) med. проникаться враждой, страстно ненавидеть (δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει Hom.);
2) med. возбуждать ненависть (λόγοι ἀπεχθανόμενοι Xen.);
3) pass. становиться или быть ненавистным (τινι Hom., Her., Thuc., Xen., Arst. и πρός τινα Eur.): ἀ. τινι Plat. навлекать на себя ненависть чем-л.

Middle Liddell


I. to be hated, incur hatred, be roused to hatred, Od.; c. dat. pers. to be or become hateful to one, Il., Hdt.; ἀπ. πρός τινα to be hateful in his eyes, Eur.:—c. dat. rei, to be hated for a thing, Plat.
II. Dep., in causal sense, λόγοι ἀπεχθανόμενοι language that causes hatred, Xen.