Φοίβος

From LSJ
Revision as of 14:42, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, -οίβη, -ον, και φοιβός, -ή, -όν, Α
1. μυθ. προσωνυμία κυρίως του Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την αγνότητα καθώς και την λαμπρότητα, τη φωτεινότητα
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φοίβη
μυθ. α) Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, μητέρα της Αστερίας, της Εκάτης και της Λητούς, η οποία κατείχε το Δελφικό μαντείο πριν από την έλευση του Απόλλωνος ή, κατ' άλλους, η μητέρα του θεού αυτού
β) προσωνυμία της Αρτέμιδος
νεοελλ.
ως κύριο όν. αστρον. ο ένατος δορυφόρος του πλανήτη Κρόνου και ο πιο απομακρυσμένος από αυτόν
αρχ.
1. ως επίθ. α) καθαρός, αγνός και λαμπρός, φωτεινός
β) προφήτης
2. ως κύριο όν. (στην ποίηση) ο Ήλιος
3. (το θηλ. στον πληθ.) φοῑβαι
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «κυρίως αἱ καθαραὶ καὶ λαμπραὶ τρίχες, παρὰ τὸ φοῖβος»
4. παροιμ. φρ. «Φοίβου ποτ' οὐκ ἐῶντος ἔσπειρεν τέκνα» — λεγόταν για τον πατέρα πολύ άσχημων παιδιών (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το επί θ. φοῖβος «καθαρός, αγνός» συνδέεται με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἀφικτόν
ἀκάθαρτον, μισητόν και ἀφικτρός
ἀκάθαρτος, μιαρός και ότι τα δύο θ. φοιβ- και φικ- πρέπει να θεωρηθούν μεταπτωτικές βαθμίδες μιας ΙΕ ρίζας με ληκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο gw (ο οποίος αποδόθηκε με -κ- πριν από το οδοντικό -τ-, πρβλ. ὄκταλλος < ρίζα okw-, βλ. όπωπα). Λεν υπάρχουν, όμως, άλλα στοιχεία που να βοηθούν σε έναν ακριβέστερο προσδιορισμό της ρίζας, ενώ και μια ρίζα ĝhwoigu- «φωτίζω, λάμψη», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική. Εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. με τον τ. ποιμήν, με τα λατ. purus «καθαρός» και pius «ευσεβής» ή με έναν αμάρτυρο αρχ. περσ. τ. bigna- «λάμψη» δεν θεωρούνται πιθανές. Η λ., πιθανότατα, τονιζόταν αρχικά στη λήγουσα φοιβός (πρβλ. ἀοιδός, θοός, λοιπός και τα υπόλοιπα οξύτονα ον. δηλωτικά του δράστη ενέργειας) και στη συνέχεια, στην προσωνυμία του Απόλλωνος Φοῖβος, σημειώθηκε αναβιβασμός του τόνου, ο οποίος γενικεύθηκε και επικράτησε και στο επίθ. φοῖβος. Από σημασιολογική, τέλος, άποψη, το επίθ. φοῖβος χρησιμοποιήθηκε πιθ. πρώτα ως προσωνυμία του Απόλλωνος, του θεού δηλαδή που εξαγνίζει, που καθαίρει (από όπου και η σημ. του επιθ. φοῖβος «καθαρός, αγνός»), ο οποίος, όμως, είναι συγχρόνως στενά συνδεδεμένος με την έννοια της μαντείας, της προφητείας, γεγονός που ερμηνεύει τις αντίστοιχες σημ. ορισμένων παρ. και σύνθ. τ. (πρβλ. φοιβάζω, φοιβῶ, φοιβόληπτος, φοιβολόγος κ.λπ.)].