αίγα

From LSJ
Revision as of 18:44, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

η (Α αἴξ-αἰγός, ο, η)
γίδα, κατσίκα
αρχ.
1. υδρόβιο πτηνό, πιθ. της οικογένειας τών χηνών
2. διάπυρος αερόλιθος, μετέωρο
3. «αἴξ ἄγριος», ο αίγαγρος
4. στη Μυκηναϊκή η λ. δεν απαντά σε κείμενα, παρά μόνο ως ιδεόγραμμα για να συμβολίσει το κατσίκι. Μόνο σε μια πινακίδα της Κνωσού υπάρχει το συλλαβόγραμμα ΑΙ, συντομογραφία ίσως της λ. αἴξ. Η χρήση όμως της λ. με αυτή τη σημασία επιβεβαιώνεται από τα παράγωγα επίθ. αἶζος και το συνθ. αἰγιπάστας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἴξ(αἰγ-ὸς) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα aiĝ- που σήμαινε την «αίγα, κατσίκα». Από την ίδια ρίζα παράγονται το αρμενικό ayc και το αβεστικό izaēna (αρχικά «το πόδι της κατσίκας»). Ακόμη οι λ. αυτές πρέπει να συνδέονται με τους ορούς aja- «τράγος» και ajā, «αίγα» της αρχαίας ινδικής, που με τη σειρά τους σχετίζονται μ' ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του ζώου. το πηδηχτό βήμα του. Αναπόδεικτη παραμένει η υπόθεση του Specht πως ο όρος αποτελεί δάνειο τών Ινδοευρωπαίων από τον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Η λ. στην Ελληνική χρησιμοποιήθηκε πολύ νωρίς και σε μεγάλη έκταση. Ήδη στα Μυκηναϊκά πρέπει να ήταν γνωστή η λ., που σώζεται στο σύνθετο αἰγιπάστας (ai-ki-pa-ta). «ο γιδοβοσκός». Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται με δύο τύπους, αἰγ(ι)- και, σε νεώτερους χρόνους, αἰγο-: αἰπόλος (< αιγπόλος) «γιδοβοσκός», αἰγί-βοτος, αἰγί-βάτης, αἰγι-πόδης, αἰγί-πλαγκτος, αἰγί-λιψ κ.λπ. αἰγο-βοσκός, αἰγο-βάτης, αἰγό-κερως, αἰγο-πρόσωπος κ.ά. Ως προς το «αἶγες
κύματα», του Ησυχίου (πρβλ. και Αρτεμίδωρος 2, 12: «καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγας ἐν τῇ συνηθείᾳ λέγομεν») είτε αποτελεί τολμηρή παρομοίωση τών θαλασσίων κυμάτων προς το χαρακτηριστικό πήδημα τών αιγών είτε, πιθανότερα, έχει διαφορετική ετυμολ. προέλευση, αναγόμενο στην ΙΕ ρίζα aiĝ-(ομόηχη προς τη ρίζα απ' όπου παράγεται η αἴγα) που σήμαινε «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. αἰγανέη, Αἰγαῖος, αἰγιαλός, αρχαίο ινδικό ejati «κινούμαι» κ.ά.). Στη Ν. Ελληνική η λ. διατηρήθηκε αυτούσια με τον ήδη μεσαιωνικό τύπο αίγα, που χρησιμοποιείται ευρύτερα στα νεοελλ. ιδιώματα (αία, αίγια, αιγιά, γαίγα). Στην Κοινή Νεοελληνική η λ. υποκαταστάθηκε στη χρήση από την ξενικής προελεύσεως λ. κατσίκα (από αλβαν. kats ή τουρκ. keҫi).
ΠΑΡ. αρχ. αἴγεος, αἰγίδιον, αἴγιλος, αἰπόλος
νεοελλ.
αιγοειδής, αιγήσιος.
ΣΥΝΘ. αιγοβοσκός, αιγόκερας, αιγόκερως
αρχ.
αἰγελάτης, αἰγιβάτης, αἰγοπόδης, αἰγόπυρος, αἰγοκέφαλος, αἰγόλεθρος
μσν.
αἰγίβοσκος, αἰγίκνημος
νεοελλ.
αιγόδερμα, αιγόδερμος, αιγόθριξ, αιγόμαλλο, αιγόμανδρα.