ἀνεπίληπτος
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
ον, A not open to attack, τοῖς ἐχθροῖς Th.5.17; not censured, blameless, βίος v.l. in E.Or.922, X.Cyr.1.2.15; perfect, τέχνη Ph.1.15; ἀνεπιληπτότερον less open to criticism, Pl.Phlb.43c; ἐξουσία ἀ. not subject to control, D.H.2.14; unassailable, not subject to cancellation, συγγραφαί PTaur.1.7.15. Adv. -τως X.An.7.6.37, Ph.2.2,al.
German (Pape)
[Seite 224] dem nicht beizukommen ist, tadellos, βίος Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; ἐξουσία, absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίληπτος: -ον, ἀδιάβλητος, τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ἄμεμπτος, βίος Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· ἐξουσία ἀν., ἀπόλυτος, Διον. Ἁλ. 2. 14· τέχνη Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exposé à être attaqué ; fig. irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἐπιλαμβάνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede ser suprimido συγγραφαί UPZ 162.7.15 (II a.C.), cf. PTeb.5.48 (II a.C.)
•no sometido a control ἐξουσία D.H.2.14.
2 de pers. no expuesto a ser acusado, irreprochable de Nicias, Th.5.17, Πέρσαι X.Cyr.1.2.15, διαφύλαξαν ἀνεπιλήπτους ἑαυτούς Plb.30.7.6, οἱ ... ἀπὸ Πύρρωνος Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a, ἢν δὲ ... καθαρὸς ὑμῖν καὶ ἀνεπίληπτος εὐρίσκωμαι Luc.Pisc.8, οἱ σύμμαχοι Ph.2.132
•de abstr. perfecto, irreprochable τὸ λεγόμενον Pl.Phlb.43c, δοκιμασία Ph.2.362, τέχνη Ph.1.15, D.Chr.12.66, νόμος φύσεως Ph.1.349, προαίρεσις Plb.14.2.14.
3 subst. τὸ ἀνεπίληπτον la perfección τῆς ὀροφῆς ... τὸ ἀ. Luc.Dom.7.
II adv. -ως sin peligro ἀ. πορεύεσθαι X.An.7.6.37.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of ἐπιλαμβάνομαι; not arrested, i.e. (by implication) inculpable: blameless, unrebukeable.
English (Thayer)
(L T Tr WH ἀνεπίλημπτος; see Mu, ἀνεπίληπτον (alpha privative and ἐπιλαμβάνω), properly, not apprehended, that cannot be laid hold of; hence, that cannot be reprehended, not open to censure, irreproachable (Tittmann i., p. 31; Trench, § ciii.): Euripides and) Thucydides down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίληπτος, -ον)
μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»].
Greek Monotonic
ἀνεπίληπτος: -ον, αυτός που δεν επιδέχεται επίθεση, αδιάβλητος, άμεμπτος, σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίληπτος:
1) неуязвимый для нападок (τοῖς ἐχθροῖς Thuc.): ὦδ᾽ ἔσται ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. правильнее будет сказать вот как;
2) безупречный, непорочный (βίος Eur., Xen., Plut.).
Middle Liddell
not open to attack, not censured, blameless, Eur., Thuc.: adv. -τως, Xen.