ὀρεύς

From LSJ
Revision as of 11:36, 14 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεύς Medium diacritics: ὀρεύς Low diacritics: ορεύς Capitals: ΟΡΕΥΣ
Transliteration A: oreús Transliteration B: oreus Transliteration C: oreys Beta Code: o)reu/s

English (LSJ)

Ion. οὐρεύς, έως, ὁ (even A ὁ θῆλυς ὀ. Arist.HA577b22, though τῆς θηλείας follows τοῖς θήλεσιν ib.573a16), mule, in Il., as a beast of draught and burden, always in Ion. form, synon. with ἡμίονος, cf. 23.115 with 121, and 24.702 with 716; also in Ar.Ra.290, etc.; νικᾶν τοῖς ὀρεῦσι = win the mule-race, Arist.Rh.1405b25.—In Att. ἡμίονος is the usual word, though the Adj. ὀρικός is preferred to ἡμιονικός by Moer.p.273 P. II poet. Adj. for ὀρεινός, Lyc.1111.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, ion. u. ep. οὐρεύς (wahrscheinlich von ὄρος, das Bergthier, das in Gebirgen besonders gebraucht wird), Maulthier, Maulesel; Il. 1, 50. 23, 111 ff. 24, 716; Ar. Ran. 290; Arist. u. Folgde. – Poet. = ὀρεινός, ἐργάτης, der in den Bergen arbeitet, Lycophr. 1111.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεύς: Ἰων. οὐρεύς, έως, ὁ· γεν. πληθ. οὐρῶν Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 82· - ἡμίονος, κοινῶς «μουλάρι», συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ζῷον φορτηγὸν καὶ ἐλαῦνον ἅμαξαν κτλ. ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· συνών. τῷ ἡμίονος, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115 πρὸς 121, καὶ Ω. 702 πρὸς 716· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 290, κτλ.· καὶ ὅταν δὲ γίνηται λόγος περὶ τοῦ θήλεος, τὸ γένος μένει ἀμετάβλητον, ὁ θῆλυς ὀρεὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 1 καὶ 4, ἂν καὶ ἐν 6. 18, 22, ἀμέσως μετὰ τό: τοῖς θήλεσιν προστίθησι τῆς θηλείας: - νικᾶν ὀρεῦσι Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14, πρβλ. ἡμίονος. - Παρ’ Ἀττ. ἡ συνήθης λέξις εἶναι ἡμίονος, ἂν καὶ τὸ ἐπίθ. ὀρικὸς προτιμᾷ τοῦ ἡμιονικὸς ὁ Μοῖρις. (Ἐκ τοῦ ὄρος, ἐπειδὴ ἡμίονοι κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιοῦνται ἐν ὀρειναῖς χώραις, ἴδε Ἰλ. Ρ. 742 κἑξ., Ψ. 111-123.) ΙΙ. ποιητ. ἐπίθ. ἀντὶ τοῦ ὀρεινός, Λυκόφρ. 1111.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
mulet, animal.
Étymologie: ὄρος.

Greek Monolingual

ὀρεύς, -έως, ιων. τ. οὐρεύς, ὁ (Α)
1. ημίονος, μουλάρι
2. ως επίθ. ορεινόςὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς», Λυκόφρ.)
3. φρ. «νικᾱν τοῖς ὀρεῡσι» — η νίκη στις ημιονοδρομίες (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρεύς συνδέεται με το ὅρος (Ι) / οὖρος «όριο σύνορο», της οποίας η αρχική σημ. ήταν «αυλάκι που αφήνει το άροτρο» (βλ. λ. όρος [Ι]). Επομένως η λ. όρεύς δηλώνει το ζώο που χαράζει το αυλάκι, δηλ. τον ημίονο, ο ποίος συχνά χρησιμοποιούνταν αντί του βοδιού για το όργωμα. Ο ιων. επικ. τ. οὐρεύς αντιστοιχεί με τον ιων. τ. οὖρος τοῦ ὅρος (Ι). Προβλήματα γεννά, ωστόσο, η ψίλωση που εμφανίζει η λ. στην αττ. διάλ., η οποία πιθ. οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση της λ. με το ὄρος (II) «βουνό»].

Greek Monotonic

ὀρεύς: Ιων. οὐρεύς, -έως, ὁ, μουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (από το ὄρος, βουνό, καθώς τα μουλάρια χρησιμοποιούνται πολύ σε ορεινές περιοχές).

Russian (Dvoretsky)

ὀρεύς: έως, ион. οὐρεύς, ῆος ὁ мул Hom., Hes., Arph., Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (f.).
Meaning: mule, for real Att. ἡμίονος (Il., Ar., Arist.).
Other forms: Ion. οὑρεύς.
Compounds: As 1. member in ὀρεω-κόμος m. mule driver (Att.) a.o. (for ὀρεο- with influence of gen. ὀρέος?).
Derivatives: ὀρικός belonging to a mule (Is., Aeschin.).
Origin: IE [Indo-European] [326] *h₁er- (h₃er-?) set in move XXX
Etymology: From ὅρος, Ion. οὖρος frontier, prop. *'furrow'; so prop. "furrowdrawer" (Schulze Q. 407 n. 3, Bechtel Lex. 261f.). The spir. lenis of the not real-Att. ὀρεύς may be explained through secondary association with ὄρος, s. Bosshardt $ 65 (cf. also Chantraine Form. 126); on the psilosis also Chantraine Gramm. hom. 1, 185.

Middle Liddell

ὀρεύς, ιονιξ οὐρεύς, έως, ὁ,
a mule, Il., Ar. [From ὄρος a mountain, mules being much used in mountainous countries.]

Frisk Etymology German

ὀρεύς: {oreús}
Forms: ion. οὐρεύς
Grammar: m. (f.)
Meaning: Maulesel, für echtatt. ἡμίονος (Il., Ar., Arist. u.a.)
Composita : Als Vorderglied in ὀρεωκόμος m. Mauleseltreiber (att.) u.a.
Derivative: mit ὀρικός zum Maulesel gehörig (Is., Aeschin. u.a.).
Etymology : Von ὅρος, ion. οὖρος Grenze, eig. *’Furche’; somit eig. "Furchenzieher" (Schulze Q. 407 A. 3, Bechtel Lex.261f.). Der Spir. lenis des nicht echtatt. ὀρεύς kann durch sekundäre Beziehung auf ὄρος erklärt werden, s. Bosshardt ̨ 65 (vgl. noch Chantraine Form. 126); zur Psilose noch Chantraine Gramm. hom. 1, 185.
Page 2,414

Translations

Albanian: mushkë; Arabic: بَغَل‎; Egyptian Arabic: بغل‎, بغلة‎; Aragonese: mula; Armenian: ջորի; Azerbaijani: qatır; Basque: mando; Belarusian: мул; Bengali: খচ্চর; Bulgarian: муле; Burmese: လား; Catalan: mul, mula, matxo; Cherokee: ᏗᎦᎵᏰᏅᎯᏓ; Chinese Mandarin: 馬騾, 马骡, 騾子, 骡子; Coptic: ⲧⲉⲙⲑⲁⲙ, ⲙⲁⲥⲫⲟⲣⲕ; Czech: mula; Danish: muldyr; Dutch: muildier; Esperanto: mulo; Estonian: muul; Finnish: muuli; French: mule, mulet; Galician: mulo, mula, macho; Georgian: ჯორი; German: Maultier, Muli; Greek: μουλάρι, ημίονος; Ancient Greek: ἡμίονος, ὀρεύς; Hebrew: פֶּרֶד‎, פִּרְדָּה‎; Hindi: खच्चर; Hungarian: öszvér; Icelandic: múldýr, múlasni; Ido: mulo; Indonesian: bagal; Irish: miúil; Italian: mulo; Japanese: 騾馬, ラバ, ミュール; Kazakh: қашыр; Khmer: លា; Korean: 노새; Kurdish Central Kurdish: ھێستر‎; Northern Kurdish: hêstir, qantir; Kyrgyz: качыр; Lao: ລໍ, ລວາ; Latin: mulus; Latvian: mūlis; Lithuanian: mulas; Macedonian: му́ле; Malay: baghal; Manchu: ᠯᠣᡵᡳᠨ, ᠯᠣᠰᠠ; Maori: miūru; Middle English: mule; Mongolian: луус; Moroccan Amazigh: ⴰⵙⵔⴷⵓⵏ; Navajo: dzaanééz; Norwegian Bokmål: muldyr; Nynorsk: muldyr; O'odham: muhla; Occitan: mul; Ojibwe: memāngišens; Old English: mūl; Old Portuguese: mua, muleta; Oromo: gaangee; Pashto: کچره‎; Persian: قاطر‎; Polish: muł; Portuguese: mulo, mula; Punjabi: ਖੱਚਰ; Romanian: catâr, mul; Russian: мул; Serbo-Croatian Cyrillic: мазга, мула; Roman: mazga, mula; Seri: moːrɑ, ʔɑmóːrɑ; Shan: လႃး; Sicilian: mulu; Slovak: mul; Slovene: mula; Sorbian Lower Sorbian: mul, mula; Spanish: mulo, mula; Svan: ჰუ̈ლ; Swahili: nyumbu, baghala; Swedish: mula, mulåsna; Tagalog: mula; Tajik: хачир; Taos: mùlo’óna; Telugu: కంచరగాడిద; Thai: ล่อ, ฬ่อ; Tibetan: དྲེལ; Tonkawa: moːlʌˀɑːlʌk; Turkish: katır; Turkmen: gatyr; Ugaritic: 𐎔𐎗𐎄; Ukrainian: мул; Urdu: خچر‎; Uyghur: قېچىر‎; Uzbek: xachir; Venetian: mus; Vietnamese: la; Volapük: mulud; Walloon: moulet, moule; Welsh: mul; Wolof: berkelle