διανυκτερεύω
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
A pass the night, νύκτα X.HG5.4.3, cf. PTeb.268.73 (iii A.D.): abs., Ph.2.488, Plu.Aem.16, al.; ἐν τῇ προσευχῇ Ev.Luc. 6.12, cf. Hdn.1.16.5.
German (Pape)
[Seite 593] durchnachten, ἐκείνην τὴν νύκτα, Xen. Hall. 5, 4, 3, u. Sp.; Hdn. 5, 8, 15 ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου; τινί, mit etwas, Phalar. ep. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διανυκτερεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα, νύκτα Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3, καὶ συχνὸν παρὰ Πλουτ.· πρβλ. διημερεύω.
French (Bailly abrégé)
passer toute la nuit.
Étymologie: διά, νυκτερεύω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 pasar la noche, pernoctar c. pred. διανυκτερεύων ὕπαιθρος Ph.2.488, cf. Olymp.Iob 24.8, πυρὰ καίων D.S.13.95, ἀφεὶς τὰς ἀγκύρας D.S.20.49, κλαίων αὐτὸν I.AI 6.239, c. giro prep. ἐν τῇ λώβῃ Phalar.Ep.147.4, ἐν τοῖς ὅπλοις D.S.13.62, cf. 84, ἐν πολεμίων ὕβρει D.S.13.58, σὺν ἐκείνοις I.BI 1.572, ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦ Eu.Luc.6.12, cf. Hdn.1.16.4, ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου Hdn.5.8.7, ἐν ἀθύροις ... οἰκίαις Hdn.8.1.5, διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸν Ach.Tat.5.26.12, c. adv. ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντες los que pasan la noche en la superficie del mar, op. κάτω οἱ σπογγοθῆραι Plu.2.950b, ἐνταῦθα διενυκτέρευσε Plu.Aem.16, καλὸν μὲν διανυκτερεύειν Gal.12.840, sin rég. ἔα διανυκτερεῦσαι Gal.12.408, c. ac. de tiempo διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι X.HG 5.4.3, διανυκτερεύσας τὰς πάσας ἡμέρας Dictys 137.20.
2 permanecer en vela, velar διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέρας Ach.Tat.2.20.1.
II tr. pasar toda la noche haciendo πρὸς θεὸν λιτάς Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30).
English (Strong)
from διά and a derivative of νύξ; to sit up the whole night: continue all night.
English (Thayer)
(διαπορεύω) to cause one to pass through a place; to carry across; Pass (present διαπορεύομαι; imperfect διεπορευόμην); with future middle (not found in N. T.); from Herodotus down); to journey through a place, go through: as in Greek writings followed by διά with the genitive of place, L Tr WH text; Winer's Grammar, § 52,4, 8) to travel through: κατά πόλεις καί κώμας, ἔρχομαι.)
Greek Monolingual
(AM διανυκτερεύω) νυκτερεύω
1. περνώ τη νύχτα κάπου (κοιμισμένος ή άγρυπνος)
2. ξενυχτώ, αγρυπνώ.
Greek Monotonic
διανυκτερεύω: μέλ. -σω, διέρχομαι, περνώ τη νύχτα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διανυκτερεύω: (тж. δ. τὴν νύκτα Xen.) проводить ночь (ἐν τοῖς πότοις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-νυκτερεύω overnachten, de nacht doorbrengen.
Middle Liddell
fut. σω
to pass the night, Xen.
Chinese
原文音譯:dianuktereÚw 笛阿-匿克帖留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-夜
字義溯源:整夜不睡,整夜;由(διά)*=通過)與(νύξ)*=夜)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 整夜的(1) 路6:12