ἀντιστρέφω
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
pf. -έστροφα, A turn to the opposite side:—Pass., to be turned in the opposite direction, μόχλος ἀντεστραμμένος reversed lever, Ph.Bel.59.25; turn and look at, Aristaenet.1.4: also c. acc., οὐδ' ἀ. ὃ λέγουσιν cast a glance at, Phld.Rh.1.245S. Adv. ἀντεστραμμένως Arist.IA712a4. 2 intr., wheel about, face about, X. Ages.1.16. II retort an argument, τοὺς λόγους Arist.Top.163a30, cf. APr.59b1; αἰτίας Procop.Pers.1.16. III correspond, ἀλλήλοις Anon.in Tht.19.47. IV in Logic, to be convertible, Arist. Cat.14b11, al.; τὰ γένη κατὰ τῶν εἰδῶν κατηγοπεῖται, τὰ δὲ εἴδη κατὰ τῶν γενῶν οὐκ ἀντιστπέφει are not conversely predicable of genera, ib. 2b21: impers., ἀντιστρέφει the relation is reciprocal, Id.GC337b23, cf. de An.423a21, Pr.883b8; περὶ ἀντιστπεφόντων λόγων καὶ συνημμένων complementary propositions, title of work by Chrysipp.: so of metaphors, Anon.Fig.p.228S. 2 most freq. in the doctrine of syllogism, of reduction by conversion of one of the premisses, Arist. APr.50b25; either of the terms, τὸ Β τῷ Α ἀντιστρέφει the term B is convertible with A, ib.67b30,al.; τὸ Γ πρὸς τὸ Α ἀ. ib.38; ἀ. τὸ καθόλου τῷ κατὰ μέρος ib.31a27, al.; or of the propositions, ib.25a8, al.; ἀ. καθόλου to be simply convertible, ib.28; ἀ. ἐπὶ μέρους, ἐν μέρει, κατὰ μέρος, ib.39a15, 25a8,10. 3 in Pass., of propositions, to be converted or changed into their opposites, Id.APr.45b6, APo.80b25, al. 4 to be interdependent, have a reciprocal nexus, τὰ μὲν οὖν ἀ. . . καὶ ποιητικὰ ἀλλήλων καὶ παθητικὰ ὑπ' ἀλλήλων Id.GC328a19: hence of cyclical argument, ἐν μόνοις τοῖς ἀ. κύκλῳ καὶ δι' ἀλλήλων (sc. αἱ ἀποδείξεις) Id.APr.58a13, cf. APo.95b40, GC337b23. 5 generally, to be suited conversely for one or another purpose, ὁ τόπος ἀντιστπέφει πρὸς τὸ ἀνασκευάζειν καὶ κατασκευάζειν Id.Top.109b25; ἀ. πρὸς ἄμφω ib.112a27,al. V pf. part. Pass., conversely opposed, of concavities, facing one another, ἀντεστραμμένα πρὸς ἄλληλα Id.HA498a8; but, back to back, Plb.6.32.6. 2 in Logic, converted, συλλογισμὸς -μμένος Arist.APr.44a31; πρότασις ib.58a1; ἀ. τῇ πάχνῃ ὁ εὐρώς its converse, Id.GA784b16; ἡ ἀ. πρόσθεσις Id.Ph.207a23. 3 Adv. ἀντεστραμμένως inversely, ib.206b5; conversely, PA684b35, IA712a4, al.; in Logic, opposedly, Id.Int.22a34. VI of lyrics, possess strophe and antistrophe, Aristid.Quint.1.29, Sch.Ar.Ach.1037, Sch.Heph. p.167C. VII of grammatical construction, to be inverted, A.D. Synt.180.16,al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστρέφω: μέλλ. -ψω: πρκμ. -έστροφα: - στρέφω πρὸς τὸ ἐναντίον μέρος: - Παθ. φων., στρέφομαι καὶ βλέπω ὀπίσω, ἢ ὁλόγυρα, Ἀρισταίν. 1. 4. 2) στρέφω πρὸς τὸ ἐναντίον, ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἀντὶ τοῦ ἐπὶ Καρίαν ἰέναι εὐθὺς ἀντιστρέψας ἐπὶ Φρυγίας ἐπορεύετο Ξεν. Ἀγησ. 1. 16. ΙΙ. ἀντιστρέφω συλλογισμόν, ἀντιστρέφειν ἐθίζεσθαι χρὴ τοὺς λόγους Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 1· ἀπολ., ὁ ἀντιστρέφων, εἶδος συλλογισμοῦ, Γέλλιος (Αulus Gellius) 5. 11. ΙΙΙ. παρ’ Ἀριστ. δύο ὅροι λέγεται ὅτι ἀντιστρέφουσιν (ἀμεταβ.) ἢ ἀντιστρέφονται (παθητ.), ὁπόταν δύνανται νὰ ἀλλάξωσι θέσεις, δηλ. νὰ λάβῃ ἑκάτερος τὴν θέσιν τοῦ ἑτέρου, Ἀριστ. Κατηγ. 12. 6, κ. ἀλλ.· τὰ γένη κατὰ τῶν εἰδῶν κατηγορείται, τὰ δὲ εἴδη κατὰ τῶν γενῶν οὐκ ἀντιστρέφει, δὲν πάσχουσιν ἀντιστροφὴν ὥστε νὰ κατηγορῶνται κατὰ τῶν γενῶν, αὐτόθι 5. 11: - ἀπροσ., ἀντιστρέφει, ἀντιστροφὴ τῶν ὅρων εἶναι δυνατή, ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 11, 5, πρβλ. Περὶ Ψυχ. 2. 11, 8, Προβλήμ. 5. 25., 30. 4. 2) ἡ λέξις αὕτη εἶναι ἐν συχνότατῃ χρήσει ἐν τοῖς συλλογισμοῖς, ἔνθα ἡ ἀναγωγὴ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου σχήματος εἰς τὸ πρῶτον ἐκτελεῖται διὰ τῆς ἀναστροφῆς ἑνός τινος τῶν ὅρων, ἴδε Ἀναλυτ. Πρ. 1. 2, κἑξ. καὶ τὸ ῥῆμα κεῖται ἢ ἐπὶ τῶν ὅρων ἀντιστρέφει τὸ Β τῷ Α αὐτόθι 2. 22, 1, κ. ἀλλ.· τὸ Γ πρὸς τὸ Α ἀντ. αὐτόθι 2· ἀντ. τὸ καθόλου τῷ κατὰ μέρος αὐτόθι 1. 11, 3 κτλ.· ἢ ἐπὶ τῶν προτάσεων, αὐτόθι 1. 2, κ. ἀλλ· ἀντ. καθόλου, ἁπλῶς δύναται νὰ πάθῃ ἀντιστροφήν, αὐτόθι 1. 3.1· ἀντ. ἐπὶ μέρους, κατὰ μέρος αὐτόθι 1. 20, 3, κ. ἀλλ. 3) ἁρμόζω ἀντιστρόφως πρὸς ἕνα ἢ ἄλλον σκοπόν, ὁ τόπος ἀντιστρέφει πρὸς τὸ ἀνασκευάζειν ἢ τὸ κατασκευάζειν ὁ αὐτ. Τοπ. 2. 2. 4· ἀντ. πρὸς ἄμφω αὐτόθι 2. 6, 1, κ. ἀλλ. IV. παθ. ἀμοιβαίως ἀντίκειμαι, ἀντεστραμμένα πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1. 9, πρβλ. Πολύβ. 6. 32, 6. 2) ἐν τῇ λογικῇ ἀντιστρέφομαι, ἐπὶ προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 28, 7., 2. 5, 4· ἀντ. τῇ πάχνῃ ὁ εὐρώς, τὸ ἀντίστροφον αὐτῆς, ὁ αὐτ. π. Γεν. Ζ. 5. 4. 7· ἡ ἀντ. πρόθεσις ὁ αὐτ. Φυσ. 3. 6, 13. 3) Ἐπίρρ. ἀντεστραμμένως αὐτ. 3. 6, 7, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 6, κ. ἀλλ. - Ἐν τῇ λογικῇ ἀντιστρόφως, δι’ ἀντιστροφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ἑρμην. 13. 31.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιστρέψω, pf. ἀντέστροφα, pf. Pass. ἀντέστραμμαι;
faire volte-face.
Étymologie: ἀντί, στρέφω.
Spanish (DGE)
A intr.
I en gener. cambiar de dirección Ἀγησίλαος ... ἀντιστρέψας ἐπὶ Φρυγίας ἐπορεύετο X.Ages.1.16
•volverse a mirar Aristaenet.1.4, fig. οὐδ' ἀντιστρέφουσί τινες ὃ λέγουσιν algunos no se vuelven a mirar lo que dicen e.d. no prestan atención Phld.Rh.1.245.
II c. cont. de reciprocidad
1 métr. tener estrofa y antístrofa Aristid.Quint.52.14, Sch.Ar.Ach.1037, Sch.Heph.p.167.
2 lóg. tener valor o correspondencia recíproca ἀλλήλοις Anon.in Tht.19.47, τὰ μὲν οὖν ἀντιστρέφει ... καὶ ποιητικὰ ἀλλήλων καὶ παθητικὰ ὑπ' ἀλλήλων (de las cosas) unas ejercen funciones recíprocas ... actúan las unas sobre las otras y son afectadas las unas por las otras Arist.GC 328a19
•ref. al círculo vicioso volver sobre sí mismo Arist.APr.58a13
•ser recíproco τὰ μὲν γὰρ γένη κατὰ τῶν εἰδῶν κατηγορεῖται, τὰ δὲ εἴδη κατὰ τῶν γενῶν οὐκ ἀντιστρέφει los géneros se predican de las especies, pero las especies no son predicables recíprocamente de los géneros Arist.Cat.2b21, cf. Clem.Al.Strom.5.1.5
•impers. ἀντιστρέφει la relación es recíproca Arist.GC 337b23, cf. de An.423a21, Pr.883b8, Nemes.Nat.Hom.M.40.732A
•περί ἀντιστρεφόντων λόγων sobre los razonamientos recíprocos tít. de una obra de Crisipo, Chrysipp.Stoic.2.6
•de ciertas metáforas correlativas, p. ej. ἡνίοχος νεώς frente a ἵππων κυβερνητῆρες Anon.Fig.p.228
•en gener. ser apto para uno u otro uso τοῦτο δ' ἀντιστρέφει πρὸς ἄμφω Arist.Top.112a27.
3 lóg. reducir por conversión, convertir una de las premisas, Arist.APr.25a6, 36b35, 50b25, de términos y proposiciones τὸ Β τῷ Α ἀντιστρέφει el término B es convertible con el A Arist.APr.67b30, ἡ μὲν ... στερητικὴ καθόλου ἀντιστρέφει la universal negativa es convertible Arist.APr.25a28, τὸ καθόλου τῷ κατὰ μέρος la universal (es convertible) en particular Arist.APr.31a27, cf. 31a31, 51a4, 67b38, c. ac. int. τοὺς λόγους Arist.Top.163a30, cf. APr.59b1
•en part. pas. convertido, inverso συλλογισμὸς ἀντεστραμμένος Arist.APr.44a31, πρότασις Arist.APr.58a1
•en gener. ἀντεστραμμένον τῇ πάχνῃ ὁ εὐρώς ἐστι el moho es lo inverso de la escarcha Arist.GA 784b16, ἡ ἀντεστραμμένη πρόσθεσις respecto a la reducción, Arist.Ph.207a23.
B tr.
1 invertir τὴν τάξιν Chrys.M.57.305, cf. Sm.Ge.48.14, τὰς αἰτίας Procop.Pers.1.16.4
•en v. pas. μοχλὸς ἀντεστραμμένος palanca invertida Ph.Bel.59.25, πρὸς ἄλληλα ἀντεστραμμένα (cavidades) que están una frente a otra Arist.HA 498a8, ἀντεστραμμέναι αὑταῖς de dos ejércitos de espalda el uno al otro Plb.6.32.6
•gram. τὰ τοῦ λόγου A.D.Synt.116.8, en v. pas. ἀντέστραπτο ἡ σύνθεσις A.D.Synt.180.16, cf. 293.5.
2 gram. abs. estar en orden inverso ἀντιστρέφοντος ... τοῦ λόγου A.D.Synt.7.21, Pron.36.7
•part. pas. τὰ ἀντεστραμμένα palabras cuyo orden se ha invertido A.D.Synt.58.1.
C adv. ἀντεστραμμένως q.u.
Greek Monolingual
(Α ἀντιστρέφω)
αλλάζω διεύθυνση, διάταξη ή σχέση σε κάτι
αρχ.
1. στρέφω κάτι προς το αντίθετο μέρος
2. στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω μεταβολή
3. στρέφω το επιχείρημα κάποιου εναντίον του
4. (για όρους συλλογισμού) αλλάζω θέση
5. αρμόζω αντίστροφα προς ένα σκοπό ή προς άλλον
6. (-ομαι) αντίκειμαι, βρίσκομαι σε αμοιβαία αντίθεση με κάτι.
Greek Monotonic
ἀντιστρέφω: μέλ. -ψω, παρακ. -έστροφα· στρέφω προς την αντίθετη μεριά· αμτβ., στρέφω γύρω-γύρω, κάνω μεταβολή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστρέφω:
1) поворачивать(ся) кругом или в сторону (ἀντιστρέψας ἐπὶ Φρυγίας ἐπορεύετο Xen.); поворачивать(ся) друг против друга (στρατιαὶ ἀντεστραμμέναι αὑταῖς Polyb.);
2) лог. взаимно перемещать, обращать, превращать (τοὺς λόγους Arst.);
3) обращаться, превращаться, быть обратимым (πρὸς ἄλληλα ἀντεστραμμένα Arst.): εἰ ἀληθὴς ὁ λόγος, ὅτι …, καὶ ἀντιστρέφει γε … Arst. если верно, что …, то и обратно …; τὸ ἀ. ἔστιν, εἴπερ ἕπονται ἀλλήλοις τὸ μέσον καὶ οἱ ἄκροι Arst. обращение возможно там, где средний и крайние термины (силлогизма) могут высказываться друг о друге; ἀντιστρέφει τὸ B τῷ A или πρὸς τὸ A Arst. A и B обратимы; ὁ τόπος ἀντιστρέφει πρὸς τὸ ἀνασκευάζειν καὶ κατασκευάζειν Arst. этот пункт может быть использован как для обоснования, так и для опровержения.
Middle Liddell
to turn to the opposite side: intr. to wheel about, face about, Xen.