πανάφθιτος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ον, allimperishable, ἦμαρ AP7.14 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 457] ganz unzerstörbar, unvergänglich, Antp. Sid. 70 (VII, 17), ἦμαρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάφθῐτος: -ον, ὅλως ἄφθιτος, ἄφθαρτος, ἀΐδιος, ἦμαρ Ἀνθ. Π. 7. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait impérissable.
Étymologie: πᾶν, ἄφθιτος.
Greek Monolingual
πανάφθιτος, -ον (Α)
τελείως άφθαρτος, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφθιτος.
Greek Monotonic
πᾰνάφθῐτος: -ον, εντελώς άφθαρτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάφθῐτος: никогда не погибающий, непреходящий (ἦμαρ Anth.).
Middle Liddell
πᾰν-άφθῐτος, ον,
all-imperishable, Anth.