λαμβάνω
English (LSJ)
fut. λήψομαι (λήψω only late, v.l. in LXX 1 Ma.4.18); Ion.
A λάψομαι GDI5497.3, al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; Dor.fut.2sg. λαψῇ Epich.34.2, Theoc.1.4,10, inf. λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19; Hellenistic λήμψομαι PPar.14.47 (ii B. C.), CIG4224c (add.) (Telmessus), 4244 (Tlos), al.: aor. 2 ἔλᾰβον, Ep. ἔλλᾰβον Il.24.170, etc.; Ion. Iterat. λάβεσκον Hes.Fr.112, Hdt.4.78, 130; imper. λαβέ Il.1.407, etc.; written λάβε in Med. Ms. of A.Eu.130, but λαβέ Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: pf. εἴληφα S.OT643, Ar.Ra.591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); Ion., Dor., Arc. λελάβηκα Hdt.4.79, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf. λελαβήκειν IG 42(1).121.59 (Epid.), PSI9.1091.7: plpf. εἰλήφειν Th.2.88, Ion.3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 (κατα-); Dor. pf. subj. 3sg. (παρ-) λελόνβῃ GDI5087b1 (Crete):—Med., aor. 2 ἐλαβόμην, Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; Ep. redupl. λελαβέσθαι 4.388:—Pass., fut. ληφθήσομαι S.Ph.68, Th.6.91, κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.: aor. ἐλήφθην Ar.Eq.101, etc.; Ion. ἐλάφθην SIG58.8 (Milet., v B. C.), (κατ-) GDI5532.7 (Zeleia), ἐλάμφθην Hdt.2.89, 6.92, 7.239 (-λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenistic ἐλήμφθην IG14.1320, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); Dor. ἐλάφθην Archim.Aren.1.13: pf. εἴλημμαι D.24.49, Ar.Pl.455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag.876, E.Ion1113, IA363 (troch.), Cyc.433, cf. Ar.Ec.1090 (δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 (Dura); Ion. λέλαμμαι (ἀπο-) Hdt.9.51, (δια-) 3.117; inf. ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11 (acc. to many codd., Hsch.and Erot., -λελάμφθαι vulg.); Ion.3pl. λελήφαται An.Ox.1.268; Dor. pf.imper. λελάφθω Archim. Con.Sph.3, al.:—in the fut., aor. Pass., and pf. Pass. the a is short by nature in Ion., prob. long in Dor. and in Doricized Hellenistic forms such as λαμψοῦνται Test.Epict.5.14, λάμψεσθαι IG5(1).1390.67 (Andania, i B. C.); it is marked long in Aeol. λᾱμψεται Alc.Supp.5.9:—of these tenses Hom. uses only aor. Act., and aor.Med. twice (v. supr.); the Homeric pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive: I take, 1 take hold of, grasp, seize, μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81: freq. with χειρί or χερσί added, χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286; χερμάδιον λάβε χειρί 5.302; χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487; ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116; ἐν χεροῖν λ. S.OT913; διὰ χερῶν λαβών Id.Ant.916; ἐς χέρας E.Hec.1242; ἐν ἀγκάλαις A.Supp.481, etc.; of an eagle, λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81: c.acc. of the thing seized, λ. γούνατα Il.24.465; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε 4.463; γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142; λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in Med., v. infr. B. b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 (Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8; ἐκ πόλιος . . ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41; of lions, λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114; ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24. c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; ποινάς E.Tr. 360, etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e); λ. τιμωρίαν D.18.280. 2 of passions, feelings, etc., seize, μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468; Ἀτρεΐωνα . . χόλος λάβεν 1.387; ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος 4.230; τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170, al.; δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704; τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92; ἄχος X.Cyr. 5.5.6; δέος Pl.Lg.699c; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec.417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr.446, Hdt.1.138; ἔρωτι X.Cyr.6.1.31, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3). b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—Pass., τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37. c of darkness, etc., occupy, possess, εὖτ' ἂν κνέφας τεμενος αἰθέρος λάβῃ A.Pers.365. 3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.; λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418; ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119; simply, find, come upon, S.OT1031, E.Ion1339. 4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 (Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr.196; τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT266: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib.461; κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V.759; λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R.389d; τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97: with Adj., ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit.570:—Pass., δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr.808; ἐπ' αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶντ' εἰλημμένω Ar.Pl.455; ληφθεῖσαν ἐπ' αὐτοφώρῳ μηχανωμένην τι Antipho 1.3; ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66: in good sense, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ S.Ph.1051. 5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by... Hdt.3.74; ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT276 codd. 6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph.1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib.675; τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86. 7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς . . ) Hdt.7.42; ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf. ἀπείργω 11.2, ἔχω (A) A.1.7. 8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37; λ. ζυγόν Pi.P.2.93. b take food or drugs, Diocl.Frr.121 (Pass.), 140, Sor.1.125, Gal.15.469. 9 apprehend by the senses, ὄμμασιν θέαν S. Ph.537, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib.234; ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R.524d. b apprehend with the mind, understand, φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10; νόῳ Id.3.41; τῇ διανοίᾳ Pl. Prm.143a; λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51; ἐν νῷ Plb.2.35.6: abs., λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6; μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3, cf. Pl.Phdr.246d, etc. c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner, ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142; λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61; ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch.227c; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE174b27, Rh.Al. 1423a4; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον . . PMag.Par.1.2434:—Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol.1342b25, cf. S.E.P.1.179; τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol.1296a31; τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7; also λ. περί τινος τί ἐστι Id.EN1142a32, cf. 1140a24, al.: also c. inf., λ. τι εἶναί τι Id.Mete.389a29, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι . . Id.Metaph.1053a27, cf. Str.2.5.1; εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN1129a31: in bad sense, πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7; πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13; λ. δι' οἴκτου E. Supp.194; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6. d in Logic, assume, take for granted, ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr.46b6; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib.53a2, etc.:—Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib.26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib.33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89. e take, i.e. determine, estimate, τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20; ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66; τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42. 10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24; παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22. 11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10. 12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT1391, cf. 641; τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141, etc. b ingressive of ἔχων (ἔχω (A) A.1.6), ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα . . ἦλθον Od. 15.269, cf. S.Tr.259. II receive, 1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106), ἄποινα Il.6.427; τὰ πρῶτα 23.275; ἀντίποινα S.El.592, v. infr.e; παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10, cf. Ar. Eq.439; πρός τινος S.El.12, etc.; ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4; gain, win, κλέος Od.1.298, S.Ph.1347, etc.; ἀρετάν Pi.O.8.6; κόσμον Id.N.3.31 codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); ἀλκήν S.OT218, etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain... Isoc.10.39; λ. νόστον E.IT 1016, etc.; λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61; μοναρχίαν S.Ant. 1163; τέρψιν Id.Tr.820; χάριν Id.OT1004; κέρδος Ar.Ach.906: also in bad sense, λ. ὀνείδη S.OT1494; συμφοράν E.Med.43; θάνατον Id.Hel.201 (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur... Id.Ion600; αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3. b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC284 (ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.). c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk.436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law, τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk.447. d λ. ὄνομα, ἐπωνυμίαν, receive a name, Pl. Plt.305d, Smp.173d. e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανεν E.Ba.1312; λ. ζημίας D.11.11. f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh.1377a8; λ. πιστά X.An.3.2.5, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47. g λ. ἐν γαστρί conceive, Hp.Prorrh.2.24; κῦμα λ., of the earth, A.Ch. 128. h receive as produce, profit, etc., οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R.347b; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for... Ar.Pax1263, Ra.1235, cf. Nu.1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4. i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα. 2 admit of, ὁ μέγας κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81. b admit, initiate, τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους Hp.Decent.17. 3 of persons conceiving feelings and the like, λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj.345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp.1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA732b5, etc.; λ. κακόν τι Ar.Nu.1310; λ. νόσον take a disease, Pl.R.610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115. 4 c. inf., receive permission to . ., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.). B Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; χειρός E.Med.899, etc.; τοῦ βωμοῦ And.1.126, etc.: c. dupl.gen., μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm.153b. 2 seize and keep hold of, obtain possession of, ἀρχῆς S.OC373; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28; λ. ἀληθείας Pl.Plt.309d: rarely c. acc., τόν . . λελαβέσθαι Od.4.388. 3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ. 4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80. 5 find fault with, censure, τινος Pl.Lg. 637c, Philostr.VA4.22. 6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.
German (Pape)
[Seite 10] (λαβ), fut. λήψομαι, ion. λάμψομαι, Her. z. B. 1, 199; dor. λαψοῦμαι, λαψῇ, Theocr. 1, 4. 10; λήμψεται, Matth. 10, 41; – aor. ἔλαβον, ep. auch ἔλλαβον, u. in der iterativen Form λάβεσκον, Her. 4, 78; imper. λαβέ, u. im med. λελαβέσθαι, Od. 4, 388; – perf. εἴληφα u. εἴ. λημμαι, ion. λελάβηκα, Her. 3, 42. 4, 79. 8, 122, u. λέλαμμαι, Her.; auch λέλημμαι, bei Aesch. Ag. 850, l. d.; Soph. in Cram. Anecd. Ox. 1, p. 268, 22; Eur. Cycl. 433, Ion 1113 (διαλελημμένον, Ar. Eccl. 10901; – aor. pass. ἐλήφθην, ion. ἐλάμφθην, Her.; – nehmen, sowohl freiwillig Gegebenes, als mit Gewalt. – 1) fassen, anfassen, ergreifen, χειρὶ χεῖρα λαβεῖν, Il. 21, 286; so τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, Soph. O. R. 913; χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν, Pind. P. 4, 193; so λάβε γούνατα, Il. 24, 465; oft steht neben dem accus. od. auch allein ein genit., den Theil ausdrückend, der angefaßt wird, κόρυθος λάβεν, Il. 3, 369; Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν, οὐχὶ μεθίει, 16, 762; ποδῶν, γούνων, 1, 407. 18, 155; τὴν πτέρυγος λάβεν, d. i. er faßte den Vogel am Flügel, 2, 316; γούνων λαβὼν κούρην, die Jungfrau an den Knieen umfassend, wie es Schutzflehende thun, Od. 6, 142; auch ἀγκὰς λαβέτην ἀλλήλων, sie faßten sich einander mit den Armen, Il. 23, 711. Einzeln so auch bei Folgdn, λαβὼν Πολυξένην χερός Eur. Hec. 523, φάσ γανον κώπης 543; ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόντην Xen. An. 1, 6, 10. Vgl. unten das med. – Häufiger mit dem bloßen accus., ergreifen, fassen, ἔγχος, σκῆπτρον, Soph. Ai. 279 El. 402; παῖδα ἐν ἀγκάλῃσι, Eur. Hipp. 1431; ἐν χεροῖν δέπας, Hec. 527; auch πρᾶγμα ἐς χέρας, 1242, wie δύναμιν, Suppl. 235; δόλῳ Φιλοκτήτην, Soph. Phil. 101; καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβών, Ant. 916; Ar. Av. 1055 u. sonst. – Auch ἄγραν ποσίν, ergreifen, erreichen, Pind. N. 3, 77. – Bes. auch im feindlichen Sinne, ergreifen, packen, Il. 5, 159. 11, 126, wie Od. 4, 388, τὸν εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι, auch das med. steht; auch = Beute machen, rauben, ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες Od. 9, 41; σκῦλα, Soph. Phil. 1431; – erwischen, ertappen über der That, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι Aesch. Prom. 194; ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν Soph. O. R. 266; oft mit darauf folgdm partic., κἂν λάβῃς μ' ἐψευσμένον, O. R. 461; auch pass., δρῶσ' ἐλήφθης, du wurdest bei der That ertappt, Trach. 805; im guten Sinne, antreffen, erfinden, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ Phil. 1040; Ἑλλάδα κακίστην λαμβάνων εἰς παῖδ' ἐμόν Eur. Herc. Fur. 223; μή νυν ἐγὼ 'ν τοῖσι δικασταῖς κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar. Vesp. 759; in Prosa, Her. 2, 89. 7, 239; Plat. Gorg. 488; τινὰ ψευδόμενον, Rep. III, 389 c; ἐὰν ληφθῇ τις ἐπιβουλεύων Gorg. 473 b; δίκην δοῦναι ὑπὲρ ὧν εἴληψαι πεποιηκώς Din. 1, 103; Dem. 21, 189, u. A. so ἐπ' αὐτοφώρῳ. – Von der Gottheit, Einen ergreifen, ihn begeistern, Her. 4, 79, u. öfter im pass. – Auch von Gemüthszuständen, wie von Zuständen des Leibes, bes. krankhaften, sagt man μένος ἔλλαβε θυμόν, Il. 23, 468, Ἀτρείωνα δ' ἔπειτα χόλος λάβε, 1, 387, Wuth, Zorn erfaßte ihn, u. so oft bei ἄλγος, ἀμφασίη, ἄτη, ἄχος, πένθος, τρόμος, φόβος, wie ἔρως, θαῦμα, ἵμερος, ὕπνος, νόσος u. ä.; auch in Prosa, Her. ἔλαβέ με πόθος, 1, 165; φθόνος καὶ ἵμερος, 6, 137; λαμβάνει με δέος, Plat. Legg. III, 699 d; ἄχος αὐτὸν ἔλαβε Xen. Cyr. 5, 5, 6; λαμβάνει τὸ στράτευμα ἔνδεια An. 1, 10, 18. – Aber auch umgekehrt, wie bei uns »Muth fassen«, θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι, Od. 10, 461; σθένος λ., Soph. El. 334, φόβον, O. C. 729; ὀργήν, Eur. Suppl. 1050; bes. ἐλπίδα, Hoffnung fassen, Xen. Cyr. 4, 6, 7 u. sonst. – Uebertr., mit dem Geist erfassen, begreifen, μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν Pind. Ol. 8, 6; νόῳ λαβὼν καὶ τοῦτο, im Geiste überlegend, Her. 3, 51 u. öfter; φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον 9, 10; τὸ μάθημα ἐν αὐτῇ τῇ ψυχῇ λαβόντα Plat. Prot. 314 b; τῇ διανοίᾳ Parm. 143 a; ταῦτα πάντα λογισμῷ λαβών Rep. VI, 496 b; νῷ καὶ διανοήματι Legg. X, 898 e, wofür Ath. VIII, 364 a ἐπὶ νοῦν οὐ λαμβάνοντες τὰ εἰρημένα gesagt ist. – Dah. übh. erfassen, wie bildlich Plat. Theaet. 199 e gesagt ist τὸν θηρεύοντα τότε μὲν ἐπιστήμην λαβόντα, vgl. 208 d, öfter; vgl. noch τὴν αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς λάβωμεν Phaedr. 246 d; auch Sp., wie Pol. 2, 35, 8 λαμβάνειν πρὸ ὀφθαλμῶν sagt, sich vor Augen stellen, betrachten. – 2) daran reiht sich die allgemeine Bdtg einnehmen, erreichen, erlangen, wonach man strebt, κλέος λαβεῖν, Ruhm erwerben, Od. 1, 298, wie Eur. El. 1084; Soph. Phil. 1331; κτῆμα τῆς νίκης, 81; ἀλκὴν λάβοις ἂν κἀνακούφισιν πόνων, O. R. 218; auch προθυμίαν, φρόνησιν, Trach. 670 Phil. 1078; auch ψόγον, Eur. Hel. 852; γέλωτ' ἐν αὐτοῖς μωρίαν τε λήψομαι Ion 600; θέαν, Soph. Phil. 652; Ertrag, Frucht, Nutzen ziehen von Etwas, οὔτ' οἶνον οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῦ χωρίου Ar. Nubb. 1123; Xen. Hem. 2, 7, 2; ähnl. τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν Pol. 1, 4, 11. – So auch δίκην, ποινάς, Eur. Bacch. 1313 Troad. 360 u. Folgde; παρά τινος, Lys. 4, a. E.; τιμωρίας, Pol. 37, 2, 7 (vgl. auch unten 3); – τὴν Ἴδην ἐς ἀριστερὴν χέρα, Her. 7, 42, das Idagebirge auf die linke Hand bekommen, so marschiren, daß das Gebirge links liegen bleibt. – Auch geradezu kaufen, λαμβάνειν τι ὀβολοῦ, Ar. Ran. 1236 u. öfter; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖσμα λάβοι; Xen. Conv. 2, 4. – 3) freundlich, gastlich aufnehmen, Od. 7, 255, vgl. Il. 11, 842; τὸν ἱκέτην, Soph. O. C. 284. – 4) bei den Dialektikern, annehmen für Etwas, als ausgemacht annehmen, Arist. u. Sp. – Dah. = erklären, bestimmen, ὀρθῶς τὸν φιλοκερδῆ Plat. Hipparch. 227 c; – aufnehmen, ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ, als Geschenk mit Dank, Pol. 1, 36, 6; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονός, Plut. Alc. 18; τοῦτο πρὸς ἀτιμίαν ὁ δῆμος ἔλαβεν, legte es so aus, Cic. 13; πρὸς ὀργήν, auch πρὸς ὀργῆς u. ä., vgl. Lob. zu Phryn. p. 10. – Auch = eine Stelle eines Schriftwerkes auslegen, erklären. – 5) annehmen, nehmen, was gegeben wird, nach B. A. 106 nur von Dingen, σκεῦος, nicht ἵππον, ἂψ ὅγε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι' ἄποινα Il. 6, 427, wie Soph. τῆς θυγατρὸς ἀντίπ οινα λ. El. 582; τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπ ὸν Ἥβας Pind. Ol. 6, 57; παρ' οὗπερ ἔλαβον τάδε τὰ τόξα Soph. Phil. 1216; καὶ μὴν χάριν γ' ἂν ἀξίαν λάβοις ἐμοῦ O. R. 1004; δῶρον τῶν ἐμῶν χειρῶν λαβών 1022; βούλει τῶν ταλάντων ἓν λαβὼν σιωπᾶν Ar. Equ. 439; δῶρα λάμψεται Her. 8, 10; Folgde; παρὰ δὲ τοῦ Ἰνδοῦ ἡδέως ἂν λάβοιμι χρήματα εἰ διδοίη Xen. Cyr. 3, 2, 28, der τοὺς λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα vrbdt, 1, 4, 26; vgl. Dem. 19, 139; μισθούς, χρήματα, Plat. Gorg. 514 a Rep. VIII, 368 c; λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι Thuc. 2, 97, u. oft so entgegengesetzt; vgl. οὐχ ὥς τι δώσοντ' ἀλλ' ὅπως τι λήψεται Ar. Eccl. 783; auch πιστὰ δοὺς καὶ λαβών, Xen. oft, wie σπ ονδὰς λαμβάνειν καὶ δεξιάν, Hell. 4, 1, 29; ähnlich ὅρκον, Eur. Suppl. 1188; ὅρκον παρά τινος, Einem einen Eid abnehmen, Is. 2, 39; – λαμβάνειν τὴν θυγατέρα, die Tochter zur Frau nehmen, Xen. Hell. 4, 1, 14; vollständiger ἢν τὴν θυγατέρα μου γυναῖκα λαμβάνῃς Cvr. 8, 4, 16; δι' ἡμῶν ἔλαβε τὴν μητέρα σου ὁ πατήρ Plat. Crit. 50 d; γυναῖκα Eur. Alc. 324; ähnl. λαβεῖν γάμους I. A. 486; – ἐσθῆτα, ein Kleid anlegen, Her. 2, 37. 4, 78; – ὄνομα, einen Namen annehmen, erhalten, Plat. Soph. 267 d; παρά τινος Crat. 409 d; ἐπωνυμίαν Conv. 173 d; – λαμβάνειν τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, Einen in Eid und Pflicht nchmen, Her. 3, 74; – δίκην, Strafe empfangen, erleiden, Her. 1, 115; auch τὴν ἀξίαν, sc. δίκην, die verdiente Strafe erleiden, 7, 39. Aehnl. κακὸν λαβεῖν, Schaden leiden, Xen. Oec. 1, 8 Conv. 4, 50; ὅταν τὸ σῶμα κακόν τι λάβῃ Dem. 18, 198; πληγὰς εἰληφέναι 54, 14; Xen. u. A.; bei den Tragg., τοὐπιτίμιον, Aesch. Spt. 1021; τοιαῦτ' ὀνείδη, Soph. O. R. 1494, leiden, λύπην, πημονάς u. ä., συμφοράν, Eur. Med. 43; u. im Ggstz genießen, ἄπονον χάρμα, Pind. Ol. 11, 23; τέρψιν, Soph. Tr. 820, u. ä. öfter bei Eur. u. Folgdn. – Von der Frau empfangen, vollständig ἐν γαστρί, Hippocr. (vgl. κῦμα). – In sich aufnehmen, fassen, enthalten, Pol. 3, 107, 10. – Med. wie act. sich an Etwas halten, anfassen, c. gen., ἀρχῆς, Soph. O. C. 379; χειρὸς δεξιᾶς, Eur. Med. 899, χειρὶ γενειάδος, Andr. 575, πέπλων, Heracl. 48; λάβεσθέ μου, λάβεσθε τοῦ σκέλους Ar. Ach. 1214; τῆς κεφαλῆς Her. 4, 64; γονάτων, ἱερῶν, Andoc. 1, 19. 2, 15; καιροῦ, die Gelegenheit benutzen, Is. 2, 28; Dem. u. A.; εἴ τίς σου λαβόμενος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαγάγοι Plat. Gorg. 486 a, dich ergreift u. fortführt; καί μου λαβόμενος τῆς χειρὸς ἔφη Parm. 126 a, öfter. – Uebertr., βραχείας ἐλπίδος Pol. 37, 2, 7; τῆς ἀληθείας Plat. Phil. 65 b. – Bei Sp. auch = sich an Jemand halten, ihn tadeln, vgl. Plat. Legg. I, 637 b; – λαβέσθαι ἑαυτοῦ, an sich halten, sich zurückhalten, Heliod. – Das partic. λαβών steht bes. bei den Attikern oft scheinbar pleonastisch, die Handlung ausführlich u. anschaulich beschreibend, wobei man von Beispielen, wie λαβὼν κύσε χεῖρα, er nahm die Hand u. küßte sie, Od. 24, 398 ausgehen kann; κτεῖναι λαβών Soph. O. R. 641; στρατὸν λαβὼν ἔπακτον ἔρχεται Trach. 258. Vgl. Valck. Phoen. 481.