ὑδραγωγός

From LSJ
Revision as of 18:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρᾰγωγός Medium diacritics: ὑδραγωγός Low diacritics: υδραγωγός Capitals: ΥΔΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: hydragōgós Transliteration B: hydragōgos Transliteration C: ydragogos Beta Code: u(dragwgo/s

English (LSJ)

όν, A bringing water, σείριος Plu.2.365f; ὑ. ἐν συνόδῳ ἡ σελήνη Porph. ap. Eus.PE3.12: ὑ. φάρμακα purgatives producing watery motions, Gal.11.325. II Subst. ὑδραγωγός, ὁ, water-carrier, Artem.4.74, JHS24.195 (Greek text of Edict.Diocl.7.31, where aquarius). 2 maker of aqueducts or manager of aqueducts, Plu.2.914b; digger of a channel, Man.1.84. b aqueduct or irrigation channel, with or without irrigation-machinery, LXX4 Ki.18.17, Si.24.30, PCair.Zen.268.36 (iii B. C.), PMich.Zen.45.23 (iii B. C.), PTeb.50.8, al. (ii B. C.), Wilcken Chr.461.21 (iii A. D.), etc.; ὑδραγωγὸς δαψιλής a copious watercourse, 1Enoch28.3. 3 one who drinks much water, dropsical person, Hp.Epid.7.122. 4 a plant, = νυμφαία, Apul.Herb.68.

German (Pape)

[Seite 1173] Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ ὑδραγωγός, der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit ou amène l'eau ; ὁ ὑδραγωγός inspecteur des aqueducs.
Étymologie: ὕδωρ, ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρᾰγωγός: -όν, ὁ φέρων ὕδωρ, σείριος Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. τόπος, πλήρης ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων ὕδωρ, ὑδροφόρος, Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) ὑδραγωγεῖον, Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, ἄνθρωπος ὑδρωπικός, 1240C.

Greek Monolingual

-ο, / ὑδραγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» — ο υδροσωλήνας
β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.)
νεοελλ.
(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια
2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός
α) τεχνολ. αγωγός με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο νερό από το υδραγωγείο στον τόπο διανομής και κατανάλωσης
β) ανατ. ονομασία ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων
3. φρ. α) «υδραγωγός του Σύλβιους» ή «συλουίειος υδραγωγός»
ανατ.
πόρος μέσω του οποίου επικοινωνεί η τρίτη με την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο υγρό
β) «υδραγωγός του κοχλία»
ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω αφτί
γ) «υδραγωγός της αίθουσας»
ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω αφτί
αρχ.
1. (για τόπο) γεμάτος νερό
2. το αρσ. ως ουσ. α) άτομο που μεταφέρει νερό, υδροφόρος
β) υδραγωγείο
γ) κατασκευαστής ή διευθυντής υδραγωγείων
δ) αυτός που καταναλώνει μεγάλη ποσότητα νερού
ε) διουρητικό φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἀγωγός.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρᾰγωγός:
I 2 приводящий воду (ὁ σείριος Ἴσιδος ἀστήρ Plut.).
IIгидрагог, специалист по водоснабжению Plut.