βλάξ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
βλᾱκός, ὁ, ἡ, A stolid, stupid, Pl.Grg.488a; β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12; β. καὶ ἄφρων Arist.EE1247a18; θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16, cf. Plb. 16.22.5; β. ἄνθρωπος Heraclit.87: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: Comp. βλακότερος or βλακώτερος Id.Mem.4.2.40: Sup. βλακότατος or βλακώτατος (but βλακίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4. II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. mláyati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).)
Spanish (DGE)
-ακός
• Morfología: [sup. -ίστατος Ath.277d]
I 1fatuo, bobo, ἄνθρωπος Heraclit.B 87, Pl.Grg.488a, X.Mem.4.2.40, β. ... καὶ ἠλίθιος X.Cyr.1.4.12, β. καὶ ἄφρων Arist.EE 1247a18, cf. Ael.Dion.β 16, Phryn.238.
2 palurdo, lerdo τοὺς δὲ ... ἀνδράποδα καὶ βλᾶκας διαμένειν (pensando que) aquellos seguían siendo unos esclavos y unos palurdos Plb.16.22.5.
3 blando, relajado, licencioso Ast.Am.Hom.1.2.4, Const.App.8.32.11, Eust.1405.33
•de caballos lerdo X.Eq.9.12.
II como subst.
1 persona indolente, remolón βλᾶκες φύγεργοι Ar.Fr.672, θεὸς ... κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16, cf. SB 11294.4 (I d.C.).
2 n. de un pez del tipo siluro, de ínfimo valor, Ar.Au. en Erot.28.16 (aunque quizá l. de Erot. a Au.1323), Paus.Gr.β 10, Hsch., Phot.β 150, Eust.1405.34.
• Etimología: v. βλαδύς.
German (Pape)
[Seite 447] (βλάζω, od. besser mit E. M. u. Buttm. Lexil. II S. 262 = μαλακός), gen. βλακός, schlaff, lässig, träge, bes. geistig, nicht regsam, dumm, VLL. ἀναίσθητος, μωρός; Plat. Gorg. 488 a; καὶ ἠλίθιος Xen. Cyr. 1, 4, 18; ἵππος, dem θυμοειδής entggstzt, Equ. 9, 12; Pol. 16, 22; superl. βλακίστατος Xen. Mem. 3, 13, 4, statt βλακώτατος zu schreiben, aus Ath. VII, 277 d. Vgl. auch βλακικός. – Bei Sp. = weichlich, schwelgerisch, VLL.
French (Bailly abrégé)
βλακός (ὁ, ἡ)
mou, indolent, paresseux, lâche;
Sp. βλακίστατος.
Étymologie: pour *μβλάξ, *μλάξ, de la R. Μλάξ, être mou ; cf. μαλακός, ἀμβλύς ; et pour μλ devenu βλ, cf. μολεῖν et βλώσκω, βροτός et lat. mortuus.
Greek (Liddell-Scott)
βλάξ: βλᾱκός, ὁ, ἡ, μαλθακός, νωθρὸς τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, μωρός, ἠλίθιος, Πλάτ. Γοργ. 488Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας ὁ αὐτ. Οἰκ. 8, 16· βλὰξ ἄνθρωπος Ἡρακλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 40F· συνήθως ἐπὶ προσώπων, ἀλλά, βλ. ἵππος, ἀντίθ. τῷ θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 9, 12· - ἐν Ἀπομν. 4. 2. 40., 3. 13, 4, τὰ χφα παρέχουσι συγκρ. καὶ ὑπερθ. βλᾱκώτερος, βλᾱκώτατος· ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι εἶναι βεβαίως ἐσφαλμένοι· ὁ Ἀθήν., 277D, ἀναφέρων τὸ πρῶτον τῶν ἀνωτέρω χωρίων, ἀναγιγνώσκει βλακίστατος, καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἴσως βλακικώτερος εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. (√ΒΛΑΚ ἐν τοῖς βλάξ, βληχρὸς = √ΜΑΛΑΚ ἐν τοῖς μαλακός, πρβλ. βλώσκω, μολεῖν· ἴδε ἐν λ. μαλακός).
Greek Monolingual
ο, η
βλ. βλάκας.
Greek Monotonic
βλάξ: βλακός, ὁ, ἡ (μαλακός), νωθρός στο σώμα και στο πνεύμα, ανόητος, ηλίθιος, σε Πλάτ., Ξεν.· υπερθ. βλακίστατος.
Russian (Dvoretsky)
βλάξ: βλᾱκός adj. Xen., Polyb., Plut. = βλακικός.
Frisk Etymological English
-κός
Grammatical information: m. f.
Meaning: stolid, stupid (Ar.), orig. weak?; also a fish (Erot.), Strömberg Fischnamen 33f.
Derivatives: βλακικός, βλακώδης id.; βλακίας ἰχθὺς ποιός H. - Vb. βλακεύω be slack, βλακεία, βλάκευμα.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [719] *mlh₂(e)k- weak
Etymology: The word cannot be Ion.-Att. in origin; s. Björck Alpha impurum 2 67f. - If related to μαλακός, one might posit *mlh₂-k- (which explains the long α), mlh₂-ek-, but this is uncertain; cf. Skt. mlā-tá- soft and Celtic, e. g. OIr. mlāith soft (< *mlā-ti-). Lat. flaccus has another formation, s. EM and W.-Hofmann s. v. - S. μαλακός. Perhaps to βληχρός (not to μύλη nor to ἀμαλδύνω: these comparisons are now dated). - Perhaps to Russ. molčatь be silent, Lith. mùlkis stupid person.
Middle Liddell
μαλακός
slack in body and mind, stupid, a dolt, Plat., Xen.:—Sup. βλακίστατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλάξ βλακός, als adj., dom; slap, lamlendig:. δέδοικα... μὴ βλάξ τις καὶ ἠλίθιος γένωμαι ik vrees dat ik dan echt een domme sukkel word Xen. Cyr. 1.4.12.
Frisk Etymology German
βλάξ: -κός
{blá̄ks}
Grammar: m. f.
Meaning: schlaff, stumpfsinnig, dumm, auch als Fischname (Erot.); zur Erklärung Strömberg Fischnamen 33f.
Derivative: Davon βλακικός und βλακώδης ib.; βλακότης; auch βλακίας· ἰχθὺς ποιός H. — Denominatives Verb βλακεύω ‘schlaff usw. sein’ mit βλακεία und βλάκευμα.
Etymology: Im Gegensatz zu den zahlreichen sekundären Ableitungen auf -αξ, die namentlich der attischen Komödie angehören (γαύραξ, πλούταξ, στόμφαξ usw.), hat das mutmaßlich primäre und adjektivisch gebrauchte βλάξ nebst Ableitungen einen weniger affektiven Stilcharakter und demgemäß eine weitere Verbreitung (Hp., Heraklit., Pl., Ar., X., Arist. usw.). Wegen des α muß es ins Ion.-Attische von außen her eingedrungen sein; vgl. Björck Alpha impurum 2 67f. — Wenn, wie wahrscheinlich, μαλακός damit zu verbinden ist, unterscheidet es sich ablautsmäßig davon nur durch die einsilbige Hochstufe *μλα- > βλα-, die sich u. a. sowohl im Indo-Iranischen, z. B. aind. mlā-tá- weich (dazu Thieme KZ 66, 235ff.), wie im Keltischen, z. B. air. mlāith sanft, weich (< *mlā-ti-), findet; sehr fraglich dagegen lat. flaccus, s. Ernout-Meillet und W.-Hofmann s. v. — Verwandt ist βληχρός, s. d.; vgl. noch μαλακός, μύλη, ἀμαλδύνα und andere daselbst genannte Wörter.
Page 1,240-241