βδελυκτός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ή, όν, disgusting, abominable, LXX Pr.17.15, Ep.Tit.1.16, Ph.2.261.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
repugnante, abominable de los que ofenden a Dios, LXX Pr.17.15, 2Ma.1.27, Ep.Tit.1.16, Ph.2.261, de la herejía πᾶν σχῖσμα βδελυκτόν ἦν ἡμῖν 1Ep.Clem.2.6, cf. 30.1.
German (Pape)
[Seite 440] ekelhaft, abscheulich, Ep. ad Tit. 1, 16; K. S.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dégoûtant, répugnant, abominable.
Étymologie: βδελύσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βδελυκτός -ή -όη βδελύσσω walgelijk, weerzinwekkend.
Russian (Dvoretsky)
βδελυκτός: мерзостный, оскверненный NT.
Middle Liddell
βδελύσσομαι
disgusting, abominable, NTest.
English (Abbott-Smith)
† βδελυκτός, ή, -όν (< βδελύσσω), [in LXX: Pr 17:15 (תֹּועֵבָה), Si 41:5, II Mac 1:27*;]
abominable, detestable: Tit 1:16 (Cremer, 137).†
English (Strong)
from βδελύσσω; detestable, i.e. (specially) idolatrous: abominable.
English (Thayer)
βδελυκτή, ὄν (βδελύσσομαι), abominable, detestable: Philo de victim. offer. § 12under the end).)
Greek Monolingual
βδελυκτός, -ή, -όν (AM) βδελύσσομαι
εκείνος που προκαλεί αηδία, ο σιχαμερός
μσν.
ανόσιος, ανίερος.
Greek Monotonic
βδελυκτός: -ή, -όν (βδελύσσομαι), αηδιαστικός, απεχθής, αποτρόπαιος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
βδελυκτός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν βδελυγμίαν ἢ ἀηδίαν, ἄξιος ἀποστροφῆς, Ἐπ. Τίτ. 1. 16., Φίλων 2. 261· ‒ παρὰ Βυζ. καὶ -κτέος, α, ον.
Chinese
原文音譯:bdeluktÒj 不得呂克拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(可)憎惡(的)
字義溯源:可憎惡的,極可厭的,令人作嘔的;源自(βδελύσσομαι)=憎恨);而 (βδελύσσομαι)出自(βδελύσσομαι)X*=惡臭)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 可憎惡的(1) 多1:16