κατακαυχάομαι

From LSJ
Revision as of 08:30, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαυχάομαι Medium diacritics: κατακαυχάομαι Low diacritics: κατακαυχάομαι Capitals: ΚΑΤΑΚΑΥΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katakaucháomai Transliteration B: katakauchaomai Transliteration C: katakafchaomai Beta Code: katakauxa/omai

English (LSJ)

boast against one, exult over him, τινος Ep.Rom. 11.18, Eust.ad D.P.Prooem.p.67 B.; κατά τινος Ep.Jac.3.14: metaph., -καυχᾶται ἔλεος κρίσεως ib.2.13; κ. ἔν τινι to glory in it, LXX Za.10.12.

German (Pape)

[Seite 1352] dep. med., sich gegen Einen brüsten, ihn geringschätzig behandeln, τινός, N. T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
traiter avec hauteur.
Étymologie: κατά, καυχάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καυχάομαι zich superieur voelen aan, met gen.:; μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων voel u niet superieur aan de takken NT Rom. 11.18; overdr.: κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως barmhartigheid overwint het oordeel NT Iac. 2.13.

Russian (Dvoretsky)

κατακαυχάομαι:
1) хвастаться, кичиться (τινος NT);
2) быть выше, превосходить (κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως NT).

English (Strong)

from κατά and καυχάομαι; to exult against (i.e. over): boast (against), glory, rejoice against.

English (Thayer)

κατακαυχωμαι, 2nd person singular κατακαυχᾶσαι (contracted from κατακαυχαεσαι) for the Attic κατακαυχα (Winer's Grammar, § 13,2b.; (Buttmann, 42 (37); Sophocles Lexicon, Introduction, p. 40f; Tdf. Proleg., p. 123 f); Lob. ad Phryn., p. 360), imperative 2nd person singular κατακαυχῶ (κατά against (cf. κατά, III:7)); properly, to glory against, to exult over, to boast oneself to the injury of(a person or a thing): τίνος, Tdf. in κατά τίνος, ibid. R G L Tr WH (Buttmann, 185 (160); Winer's Grammar, § 30,9b. (cf. 432 (402))); ἔλεος (equivalent to ὁ ἐλεῶν) κατακαυχᾶται κρίσεως, mercy boasts itself superior to judgment, i. e. full of glad confidence has no fear of judgment, Jeremiah 50:10,38>), not found in secular authors.)

Greek Monotonic

κατακαυχάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., καυχιέμαι εναντίον κάποιου, υπερηφανεύομαι, τινος ή κατά τινος, σε Καινή Διαθήκη· δεν έχω φόβο για..., δεν φοβάμαι, τινος, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαυχάομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι ἐναντίον τινός, ὑπερηφανεύομαι, τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον περί τινος, τινος αὐτόθι β΄, 13· κατ. ἔν τινι, ὑπερηφανεύομαι ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to boast against one, exult over him, τινος or κατά τινος NTest.: to have no fear of, τινος NTest.

Chinese

原文音譯:katakauc£omai 卡他-考哈哦買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-自誇
字義溯源:誇勝,自誇,誇大,誇口;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(καυχάομαι)=誇耀)組成;而 (καυχάομαι)出自(αὐτόχειρ)X*=自誇),或出自(εὔχομαι)=願望)。
同義字:1) (κατακαυχάομαι / ἐγκαυχάομαι)誇勝 2) (καυχάομαι)誇耀 3) (περπερεύομαι)誇口
出現次數:總共(4);羅(2);雅(2)
譯字彙編
1) 要向⋯誇勝(1) 雅2:13;
2) 你⋯誇口(1) 羅11:18;
3) 自誇(1) 雅3:14;
4) 誇口(1) 羅11:18