παραθήκη
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἡ, anything entrusted to one. deposit, Hdt.6.86, 9.45, BGU1004.15 (iii B. C.), LXX Le.6.2 (5.21), Ps.-Phoc.135, Ostr.Bodl.i 274 (i B. C.), SIG742.51 (Ephesus, i B. C.); of persons, hostage, Hdt.6.73.
German (Pape)
[Seite 479] ἡ, 1) das Zugelegte od. die Zulage, der Zusatz, Sp. – 2) das bei Einem Niedergelegte, ihm Anvertrau'te, Pfand, Depositum, nach den Atticisten unattisch für παρακαταθήκη; Her. 9, 45 παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι; auch von Menschen, Geißel, 6, 73; Phocyl. 127 u. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 312.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 appendice, supplément;
2 otage.
Étymologie: παρατίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραθήκη -ης, ἡ [παρατίθημι] deposito, onderpand:; ἀπαίτεε τὴν παραθήκην hij eiste het onderpand terug Hdt. 6.86.1; overdr.. τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον bewaar het goede dat je toevertrouwd is NT 2 Tim. 1.14.
Russian (Dvoretsky)
παραθήκη: ἡ
1) приложение, добавление (λόγου Plut.);
2) вручаемое на хранение, вклад: παραθήκην τινί τι τιθέναι Her. вверять кому-л. что-л.;
3) залог, заложник(и) (τινὰ παραθήκην παρατιθέναι ἔς τινα Her.; παραθήκην φυλάξαι NT).
English (Strong)
from παρατίθημι; a deposit, i.e. (figuratively) trust: committed unto.
English (Thayer)
παραθηκης, ἡ (παρατίθημι, which see), a deposit, a trust or thing consigned to one's faithful keeping (Vulg. depositum): used of the correct knowledge and pure doctrine of the gospel, to be held firmly and faithfully, and to be conscientiously delivered unto others: μου possessive genitive (the trust committed unto me; elz 1633reads here παρακαταθήκη, which see)); G L T Tr WH in Herodotus 9,45; (others)). In the Greek writings παρακαταθήκη (which see) is more common; cf. Lob. ad Phryn., p. 312; Winer's Grammar, 102 (96).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παρατίθημι
παρακαταθήκη
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα
2. ενέχυρο
3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον
4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)
5. (για πρόσ.) όμηρος
6. φέρετρο.
Greek Monotonic
παραθήκη: ἡ, αυτό που εμπιστεύεται κάποιος σε κάποιον, απόθεμα, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, όμηρος, αιχμάλωτος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παραθήκη: ἡ, πᾶν ὅ,τι τίθεται πλησίον τινός, προσθήκη, παράρτημα, Πλούτ. 2. 855D. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ἐμπεπιστευμένον εἴς τινα, ἀλλαχοῦ παρακαταθήκη, Ἡρόδ. 9. 45, Ψευδο-Φωκυλ. 127· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ὅμηρος, Ἡρόδ. 6. 73.
Middle Liddell
παρα-θήκη, ἡ,
anything entrusted to one, a deposit, Hdt.: of persons, a hostage, Hdt.
Chinese
原文音譯:paraq»kh 爬拉-帖咳
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-安放
字義溯源:存放,交付,託付;源自(παρατίθημι)=交託);由(παρά)*=旁,出於)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 託付(1) 提後1:12
Mantoulidis Etymological
(καθετί πού τοποθετεῖται κοντά σέ κάτι ἄλλο, παράρτημα). Ἀπό τό παρατίθημι → παρά + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.