κόλον
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
τό, A = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI5.535.39, 46 (iii B.C.). II colon, part of the large intestine, Ar.Eq.455, Arist.PA675b7, Nic. Al.23, Poll.2.209. κολόροβον and κολόκυντος, v. κολλόροβον IV.
German (Pape)
[Seite 1474] τό, 1) = κῶλον; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von βουκόλος, κόλαξ angenommen, Ath. VI, 262 a.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gros boyau, côlon.
Étymologie: DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à κυλλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλον -ου, τό dikke darm.
Russian (Dvoretsky)
κόλον: τό анат. толстая кишка Arph., Arst.
Greek Monolingual
το (AM κόλον και σπαν. κῶλον)
το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή του απευθυσμένου
αρχ.
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' επίδραση της λ. κῶλον, με σημ. «μέλος», και του λατ. τ. culus «πρωκτός». Τη λ. κόλον δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές colum και colon και από εκεί η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος].
Greek Monotonic
κόλον: τό, ε ντερικό τμήμα ή το χαμηλότερο τμήμα του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το απευθυσμένο, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλον: τό, τροφή, φαγητόν, φορβὴ (ὅθεν ὁ Εὐστ. παράγει τὰ ἄκολος, κόλαξ), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου, (ὅπερ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται κῶλον, προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ μέτρον δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: large intestine, ileum (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός curbed, κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον member. Fur. 131 connects χοάς intestines, further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες (γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.
Middle Liddell
κόλον, ου, τό,
the colon or lower intestine, Ar. [from κόλος
Frisk Etymology German
κόλον: {kólon}
Grammar: n.
Meaning: Dickdarm, Grimmdarm (Ar. Eq. 455, Arist., Nik., Poll.); Ben. einer in Töpfen verwahrten Speise (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), nach Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Etymology: Ohne überzeugende Erklärung. Bq denkt zögernd an κυλλός krumm, κελλόν· στρεβλόν H. Nach anderen (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) gehört dazu καλίδια· ἔντερα. Κύπριοι H. (s. d.).
Page 1,902
Mantoulidis Etymological
τό (=φαγητό, τό κάτω μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία.