ἀντιποιέω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A do in return, ταῦτα Pl.Cri.50e; ἀντ' εὖ ποιεῖν Id.Grg. 520e; οἱ μὴ ἀντιποιοῦντες εὖ Arist.Rh.1397b7; κακῶς μὲν πάσχοντας, ἀντιποιεῖν δὲ οὐ δυναμένους X.An.3.3.12, cf. ib.7; ἀ. κακῶς τὸν ἄρξαντα Muson.Fr.10p.56H.; ἀ. τὸ αὐτό Arist.EN1138a22:—Pass., to have done to one in turn, LXX Le.24.19. II Med. (aor. Pass. in Luc. DMort.29.2), c. gen., exert oneself about a thing, seek after it, ἀ. τῶν σπουδαίων Isoc.1.2; lay claim to, τῆς πόλεως Th.4.122; ἀρετῆς Isoc. 6.7; τῆς τέχνης, τῶν νικητηρίων, Pl.Men.90d, Phlb.23a; τοῦ πρωτεύειν D.10.52; τῆς θαλάττης Antiph.190.11; τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι πραγμάτων D.Chr.11.62; οἱ Δωριεῖς ἀντιποιοῦνται τῆς τραγῳδίας Arist.Po.1448a30: also c. inf., ἀ. ἐπίστασθαί τι lay claim to knowing... Pl.Men.91c, cf. Hp.Mi.363a: c. acc., τὴν κληρονομίαν Michel546.16 (Cappad., i B. C.). 2 contend with one for a thing, ἀ. τινὶ τῆς ἀρχῆς X.An. 2.1.11, 2.3.23; more rarely τινὶ περί τινος ib.5.2.11; τινὸς πρός τινα Arr.Epict.1.29.9. 3 abs., set up opposition, Pl.Prt.336c, Arist. Pol.1314a12; maintain resistance, Plb.2.9.5, 21.25.6.
Spanish (DGE)
I en v. act. hacer a su vez c. ac. τί A.Fr.17.93, ταῦτα Pl.Cri.50e, οὐδέν X.An.3.3.7, πλεῖστα ἀγαθά X.Oec.5.12, τὸ αὐτό Arist.EN 1138a22
•en v. pas. καὶ ἐάν τις δῷ μῶμον τῷ πλησίον ... ὡσαύτως ἀντιποιηθήσεται αὐτῷ LXX Le.24.19
•c. adv. y ac. de pers. κακῶς τὸν ὑπάρξαντα Muson.10, abs. κακῶς μὲν πάσχοντας, ἀντιποιεῖν δὲ οὐ δυναμένους X.An.3.3.12
•en v. med. ofrecer en lugar de c. ac. τὰς πρεσβείας ... ὑπὲρ τῶν πεπλημμεληκότων Cyr.Al.M.69.1196A.
II en v. med.
1 gener. c. gen. dedicarse a παιδείας ... τῶν σπουδαίων Isoc.1.2, τῆς γεωργίας PAmh.2.94.12 (III d.C.)
•reclamar para sí τῆς πόλεως Th.4.122, D.15.13, Plb.2.53.6, cf. Is.8.4, D.6.20, Luc.Merc.Cond.11, τῆς τέχνης Pl.Men.90d, τῶν νικητηρίων Pl.Phlb.23a, τοῦ πρωτεύειν D.10.52, τῆς ... θαλάττης ἀντιποιεῖσθαι reclamar para sí la hegemonía sobre el mar Antiph.190.11, cf. Aeschin.2.33, Plb.1.24.1, 1.60.1, 4.80.4, ἀντιποιοῦνται τῆς τραγῳδίας ... οἱ Δωριεῖς los dorios reclaman para sí la creación de la tragedia Arist.Po.1448a30, de los aristócratas τῆς τιμῆς Arist.Pol.1283a16, τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας Plb.2.39.8, πίστεως Plb.2.47.5, τῶν ἀρουρῶν SB 4512.71 (II a.C.), τῶν ἐν Ἑλλάδι πραγμάτων D.Chr.11.62, τῆς βασιλείας LXX 1Ma.15.3, cf. Origenes M.17.173D, τῶν προσόντων τε καὶ ἰδίων Basil.M.31.1544C, τούτων SEG 27.292 (Leucopetra, Macedonia IV d.C.)
•c. ac. reclamar una herencia τὴν κληρονομίαν Michel 546.17 (I a.C.).
2 gener. c. gen. y dat. luchar por algo con alguien τίς γὰρ αὐτῷ ἔστιν ὅστις τῆς ἀρχῆς ἀντιποιεῖται; X.An.2.1.11, βασιλεῖ ... τῆς ἀρχῆς X.An.2.3.23, cf. Eus.HE 5.13.2, οὐδενὸς ἀντιποιουμένου τῶν ὑπαίθρων sin que nadie les disputara el campo abierto Plb.1.12.4, cf. 1.15.4, 1.30.6, 2.9.5, c. περί c. gen. y dat. ἀλλήλοις περὶ ἀνδραγαθίας X.An.5.2.11, c. gen. elíptico y πρός c. ac. τίς ἡμῶν διδάσκει ἀντιποιεῖσθαι πρὸς αὐτούς, ὧν ἐκεῖνοι ἔχουσιν ἐξουσίαν; Arr.Epict.1.29.9
•abs. oponerse ref. a rivalidad política, Arist.Pol.1314a12, cf. Pl.Prt.336c, PTeb.22.17 (II a.C.), BGU 993.3.12 (II a.C.).
3 c. inf. ἀ. τι ἐπίστασθαι pretender saber algo Pl.Men.91c, cf. Pl.Hp.Mi.363a.
German (Pape)
[Seite 259] dagegenthun, vergelten, Plat. Crit. 50 e; ἀντ' εὖ ποιεῖν Gorg. 520 e; vgl. Xen. An. 3, 3, 12 κακῶς πάσχειν, ἀντιποιεῖν δ' οὐδέν. – Gew. med., τινός, Anspruch auf etwas machen, bes. a) sich einer Sache befleißigen, sie sich aneignen, τέχνης, νικητηρίων, Plat. Men. 90 d Phil. 23 a; παιδείας Isocr. 1, 2; Is. 8, 4; ἀρετῆς Xen. An. 4, 7, 12; – b) mit Gewalt sich bemächtigen, τῆς πόλεως Thuc. 4, 122; τινὶ ἀρχῆς, Einem die Herrschaft streitig machen, An. 2, 1, 11. 3, 23; oft bei Pol. = einnehmen, erringen, τόπων, πραγμάτων, νίκης, 2, 27. 5, 42. 16, 8 u. sonst; auch Plut.; vgl. Dem. 10, 52; mit Einem wetteifern, τινὶ περὶ ἀνδραγαθίας Xen. An. 5, 2, 11. – Mit Auslassung der behaupteten Sache, Widerstand leisten, Pol. 2, 9. 22, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire à son tour ou en retour : ἀγαθὰ ἀ. τινα XÉN rendre à qqn le bien pour le bien ; κακῶς πάσχειν, οὐδὲν δ’ ἀ. XÉN subir de mauvais traitements sans rendre la pareille;
Moy. ἀντιποιέομαι, ἀντιποιοῦμαι;
1 faire valoir ses droits sur, gén.;
2 faire effort pour, disputer la possession de, s'arroger ; τινί τινος, τινι περί τινος disputer à qqn la possession de qch.
Étymologie: ἀντί, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιποιέω:
1) делать в ответ, отплачивать, воздавать (ἀγαθὰ ἀ. τινα Xen.): ταῦτα ἀ. Plat. отплачивать тем же;
2) med. добиваться, домогаться, стремиться, претендовать (τινος Thuc., Isocr., Plat., Arst., Dem., Plut.; ἀ. ἐπιστασθαί τι Plat.): ἀ. μετεῖναί τινος Plat. стремиться к участию в чем-л.;
3) med. оспаривать, соперничать (τινί τινος и τινι περί τινος Xen.): οἱ ἀντιποιούμενοι Arst. соперники; συνέβη ἐπὶ πολὺν χρόνον ἀντιποιησαμένους τέλος ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς πόλεως Polyb. вышло так, что после долгого сопротивления они были, наконец, выброшены из города.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιποιέω: ἀντίθετον τῷ ἀντιπάσχω, ποιῶ τι εἰς τὸν ποιοῦντά τι εἰς ἐμέ, καὶ σοὶ ταῦτα ἀντιποιεῖν οἴει δίκαιον εἶναι; Πλάτ. Κρίτων 50Ε· ἀντ’ εὖ ποιεῖν ὁ αὐτ. Γοργ. 520Ε· οἱ μὴ ἀντιποιοῦντες εὖ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 17 (ἴδε ἐν λέξει ἀντευπάσχω)· κακῶς πάσχειν οὐδὲν δ’ ἀντιποιεῖν, καὶ μὴ ἀνταποδιδόναι τὸ κακόν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 12· ἀντ. τινά τι αὐτόθι 3. 3, 7· ἀντ. τὸ αὐτὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 11, 5: ― Παθ., ἀντιποιηθήσεται, ἀνταποδοθήσεται, «καὶ ἐάν τις δῷ μῶμον τῷ πλησίον, ὡς ἐποίησεν αὐτῷ ὡσαύτως ἀντιποιηθήσεται αὐτῷ» Ἑβδ. (Λευϊτ. κδ΄, 19). ΙΙ. Μεσ. (ἀόρ. παθ. ἐν Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 29). 2) μ. γεν. ἐπιζητῶ, ἐπιδιώκω τι, παιδείας ἀντιποιουμένους Ἰσοκρ. 1Β (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ)· ἔχω ἢ ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος, Λατ. sibi arrogare, τῆς πόλεως Θουκ. 4. 122· ἀρετῆς Ἰσοκρ. 117D· τῆς τέχνης, τῶν νικητηρίων Πλάτ. Μένων 90D, Φίλ. 23Α· τοῦ πρωτεύειν Δημ. 145. 8· τῆς θαλάττης Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 11· οἱ Δωριεῖς ἀντιποιοῦνται τῆς τραγῳδίας Ἀριστ. Ποιητ. 3. 5: ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἀντιποιουμένων τι ἐπίστασθαι, καυχωμένων, ἀξιούντων ὅτι γνωρίζουσί τι, Πλάτ. Μένων 91C, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ, Ἱππ. Ἐλάσσ. 363Α. 2) διαμφισβητῶ πρός τινα περί τινος, προβάλλω δικαιώματα, τίς γὰρ αὐτῷ ἐστιν ὅστις τῆς ἀρχῆς ἀντιποιεῖται; Ξεν. Ἀν. 2. 1, 11., 2. 3, 23· σπανιώτερον, τινὶ περί τινος αὐτόθι 5. 2, 11· τινὸς πρός τινα Ἀρρ. Ἐπικτ. 1 29, 9. 3) ἀπολ., δρῶ ὡς ἀντίπαλος, τοὺς μὲν πολεμίους, τοὺς δ’ οὐκ ἀντιποιουμένους Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 14. 4) ἔχω κατοχὴν τόπου τινός, ἔχω αὐτὸν ὑπὸ τὴν ἐμὴν ἐξουσίαν, συνέβη τοὺς Ἰλλυριούς, ἐπὶ πολὺν χρόνον ἀντιποιουμένους, τέλος ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 2. 9, 5.
Greek Monotonic
ἀντιποιέω: μέλ. -ήσω,
I. πράττω με τη σειρά μου, τι, σε Πλάτ.· απόλ., ανταποδίδω, εκδικούμαι, σε Ξεν.
II. Μέσ.,
1. εξασκώ τον εαυτό μου για κάτι, επιζητώ, διεκδικώ, με γεν., σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ἀντ. ἐπίστασθαί τι, διεκδικώ τη γνώση, σε Πλάτ.
2. διαφιλονικώ με κάποιον για κάτι, ἀντ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, σε Ξεν.· τινὶ περί τινος, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to do in return, τι Plat.: absol. to retaliate, Xen.
II. Mid. to exert oneself about a thing, seek after, lay claim to, c. gen., Thuc., Plat., etc.; c. inf., ἀντ. ἐπίστασθαί τι to lay claim to knowing, Plat.
2. to contend with one for a thing, ἀντ. τινὶ τῆς ἀρχῆς Xen.; τινι περί τινος Xen.