αὐθιγενής

From LSJ
Revision as of 13:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθῐγενής Medium diacritics: αὐθιγενής Low diacritics: αυθιγενής Capitals: ΑΥΘΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: authigenḗs Transliteration B: authigenēs Transliteration C: afthigenis Beta Code: au)qigenh/s

English (LSJ)

ές, A born on the spot, born in the country, native, Μοῦσα B.2.11; θεός Hdt.4.180; ἔθνος D.H.1.9, cf. Luc.Herm.24; αὐ. ποταμοὶ Σκυθικοί the Scythian rivers that rise in the country, Hdt.4.48; τὸ ὕδωρ… αὐ. μὲν οὔκ ἐστι not from a natural spring, Id.2.149; δόκος E. Fr.472.5 (lyr.); οἶνος Anaxandr.41.71; αὐ. καὶ ἄκρατος ἀλλοτρίοις ἤθεσι βίος τῶν ἐνύδρων Plu.2.976a; αὐ. καὶ αὐτόχθων ἐλευθερία IG7.2713.38 (speech of Nero). 2 genuine, sincere, ἰάλεμος E.Rh. 895 (lyr.).

Spanish (DGE)

(αὐθῐγενής) -ές
1 nacido en el país, nativo, indígena Μοῦσα B.2.11, θεός (Atenea) Hdt.4.180, ἰάλεμος E.Rh.895, de pers. ἔθνος D.H.1.9, πολίται I.Ap.2.39, op. ξένος Luc.Herm.24
particular. de cursos de agua que se alimenta de fuentes propias τὸ ὕδωρ ἐν τῇ λίμνῃ αὐ. μὲν οὐκ ἐστι Hdt.2.149, λίμνη αὐθιγενοῦς πλήρης νάματος D.H.1.15
nacido en la región αὐθιγενέες Σκυθικοὶ ποταμοί Hdt.4.48, cf. Ph.2.515
de productos οἶνος Anaxandr.41.71, δοκός E.Fr.472.5, δῶρα Rh.1.583.4.
2 de abstr. con las cualidades de un determinado lugar, local, de la tierra βίος ... αὐ. καὶ ἄκρατος ... διὰ τὸν τόπον Plu.2.976a, αὐ. καὶ αὐτόχθων ἐλευθερία IG 7.2713.38 (Acrefía I d.C.).
3 genuino, auténtico ἀρεταί Ph.1.148
de un embarazo real frente a una mola, Erot.46.8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né dans le lieu même : αὐτιγενὴς (ion.) θεός HDT dieu indigène ; ποταμὸς αὐθιγενής HDT fleuve qui a sa source dans le pays ; οὐκ αὐθιγενὲς ὕδωρ HDT eau qui ne vient pas d'une source naturelle.
Étymologie: αὖθι, γένος.

Russian (Dvoretsky)

αὐθῐγενής:
I ион. αὐτιγενής
1 местного происхождения, местный, туземный (θεός Her.); αὐτιγενέες ποταμοὶ Σκυθικοί Her. собственно скифские реки (т. е. берущие начало в самой Скифии);
2 самобытный, своеобразный (βίος αὐ. καὶ ἄκρατος ἀλλοτρίοις ἤθεσι Plut.);
3 искренний (ἰάλεμος Eur.).
αὐθιγενής: II οῦς ὁ местный житель, туземец (ξένοι, αὐ. δὲ οὐδείς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐθιγενής: Ἰων. αὐτιγενής, ές: -αὐτόχθων, ἰθαγενής, ἐπιχώριος, ἐντόπιος, Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ ἐκεῖ ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 2. 149· κυπάρισσος Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· οἶνος Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· γνήσιος, εἰλικρινής, ἰάλεμος Εὐρ. Ρῆσ. 895· «αὐθιγενής. αὐτόχθων, γνήσιος, ἰθαγενής.» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής
2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος
3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή
4. γνήσιος, ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. γηγενής)].

Greek Monotonic

αὐθιγενής: Ιων. αὐτιγ-, -ές (γίγνομαι), γεννημένος στη στιγμή, αυτόχθων, εντόπιος, Λατ. indigena, σε Ηρόδ.· αὐθιγενεῖς ποταμοί, αυτοί που έχουν τις πηγές τους στη χώρα, στον ίδ.· ὕδωρ αὐτιγενές, φυσική πηγή, στον ίδ.· αυθεντικός, ιθαγενής, γνήσιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

γίγνομαι
born on the spot, born in the country, native, Lat. indigena, Hdt.; αὐτ. ποταμοί rivers that rise in the country, Hdt.; ὕδωρ αὐτ. a natural spring, Hdt.:— genuine, sincere, Eur.

German (Pape)

ές, auf derselben Stelle geboren, einheimisch, θεός Her. 4.180; ποταμός 4.48 (wo αὐτιγενέες steht), der in dem Lande selbst entspringt; ὕδωρ, das an demselben Orte aufquillt, nicht wo anders herfließt, 2.149; ἰάλεμος, häusliche, Eur. Rhes. 895; von Menschen, eingeboren, Luc. Hermot. 24 Dion.Hal. 1.9; Diosc. ep. 36 (VII.162); neben ἴδιος, dem ἐπείσακτος entggstzt, angeboren, Plut. Sol. an. 23.