φρυάσσω

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυάσσω Medium diacritics: φρυάσσω Low diacritics: φρυάσσω Capitals: ΦΡΥΑΣΣΩ
Transliteration A: phryássō Transliteration B: phryassō Transliteration C: fryasso Beta Code: frua/ssw

English (LSJ)

v. φρυάσσομαι.

French (Bailly abrégé)

d'ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s'élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l'homme avoir une attitude ou un ton d'arrogance, s'enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d'explication satisfaisante.

English (Strong)

akin to βρύω, βρύχω; to snort (as a spirited horse), i.e. (figuratively) to make a tumult: rage.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person plural ἐφρύαξαν; (everywhere in secular authors and also in Macc. as a deponent middle φρυάσσομαι (Winer's Grammar, 24)); to neigh, stamp the ground, prance, snort; to be high-spirited: properly, of horses (Anthol. 5,202, 4; Callimachus (260 B.C.>) lav. Pallad. verse 2); of men, to take on lofty airs, behave arrogantly (Anthol., Diodorus, Plutarch, others; (cf. Wetstein on Acts as below)); active for רָגַשׁ, to be tumultuous, to rage, Psalm 2:1.

Greek Monolingual

και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.

Russian (Dvoretsky)

φρυάσσω: атт. φρυάττω
1 роптать, волноваться, быть в смятении (ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);
2 med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);
3 med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).

Chinese

原文音譯:fru£ssw 弗呂阿所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:噴噴聲
字義溯源:發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:(βρύω)=溢出*),或(βρύχω)=咬嚼*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 爭鬧(1) 徒4:25