καταμαρτυρέω

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαρτῠρέω Medium diacritics: καταμαρτυρέω Low diacritics: καταμαρτυρέω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΡΤΥΡΕΩ
Transliteration A: katamartyréō Transliteration B: katamartyreō Transliteration C: katamartyreo Beta Code: katamarture/w

English (LSJ)

A bear witness against, τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis Chr.31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος D.28.3, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός Id.45.46 (Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. Ev.Matt.26.62: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28:—Pass., have evidence given against one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho2.4.7; κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ to be convicted, Aeschin. 1.90.
2 Pass., of evidence, to be given against one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25, cf. 6.15: abs., D.29.55.
II assert concerning, οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων Plot.5.5.13.
III Astrol., exercise malign influence over, 'aspect', Vett.Val.104.2.

German (Pape)

[Seite 1362] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' ἀλλήλων καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται αὐτοῦ, was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter témoignage contre : τινος contre qqn;
2 Pass. être accablé par des témoignages.
Étymologie: κατά, μαρτυρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαρτυρέω, getuigen tegen, met gen.:; κατεμαρτύρουν ἂν αὐτῶν dan zouden zij tegen hen getuigen Lys. 12.47; met gen. en inf.:; τίς μου καταμαρτυρεῖ... δῶρα λαβεῖν; wie getuigt tegen mij dat ik steekpenningen heb aangenomen? Dem. 19.120; met gen. en ptc.:; κατεμαρτύρησεν ὡς ἀφιγμένου τε πρὸς αὐτὸν οἴκαδε hij verklaarde als getuige à charge dat hij bij hem thuis was gekomen Plut. Cic. 29.1; met ὡς:; κ. ὡς... ἐξέλθοι μόνος getuigen dat hij in zijn eentje naar buiten is gegaan Plut. Dion 35.1; met acc. van de zaak:. καταμαρτυρεῖν τοῦ Λεωτυχίδου τὴν νοθείαν getuigen van het bastaardschap van Leotychides Plut. Ages. 3.9; πολλά γε καὶ δεινὰ καὶ ἀνόσια... ὑπὸ τῆς σκιᾶς καταμαρτυρηθέντα vele vreselijke en gruwelijke daden die door zijn schaduw als getuige werden bevestigd Luc. 38.13; ὁ καταμαρτυρούμενος de beschuldigde Antiphon B 44 C col. I. r. 25-26.

Russian (Dvoretsky)

καταμαρτῠρέω: (против кого-л.) давать свидетельские показания, свидетельствовать, показывать (τί τινος Lys., Dem., NT, Plut. и κατά τινος Dem.): τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; Dem. кто показывает против меня, будто я брал взятки?; ψευδῆ τινος κ. Dem. ложно свидетельствовать против кого-л.; ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Isae. то, что показывают против него; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ Aeschin. уличенный собственной своей жизнью.

English (Strong)

from κατά and μαρτυρέω; to testify against: witness against.

English (Thayer)

καταμαρτύρω; to bear witness against: τί τίνος, testify a thing against one (Buttmann, 165 (144), cf. 178 (154)), R G in Job 15:6; among Greek writings especially by the Attic orators.)

Greek Monotonic

καταμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
1. μαρτυρώ εναντίον, τινός ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν, σε Δημ. — Παθ., δίνεται μαρτυρία εναντίον μου, στον ίδ.
2. Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική κατάθεση η οποία δίνεται εναντίον κάποιου, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαρτῠρέω: μαρτυρῶ, φέρω μαρτυρίαν ἐναντίον τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., μαρτυρία δίδοται ἐναντίον μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ μαρτυρία ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, αὐτὸς ὁ βίος του εἶναι μαρτυρία ἐναντίον του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται ἐναντίον τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to bear witness against, τινός or κατά τινος Oratt.; c. acc. pers. et inf., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Dem.:—Pass. to have evidence given against one, Dem.
2. Pass. also of the evidence, to be given against one, Dem.

Chinese

原文音譯:katamarturšw 卡他-馬而替雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-印證
字義溯源:作證控告,作見證指控,告,作見證告;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(μαρτυρέω)=作見證)組成;而 (μαρτυρέω)出自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
出現次數:總共(4);太(2);可(2)
譯字彙編
1) 作見證告(2) 太26:62; 可14:60;
2) 他們告(1) 可15:4;
3) 他們作見證告(1) 太27:13