πανσέληνος

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανσέληνος Medium diacritics: πανσέληνος Low diacritics: πανσέληνος Capitals: ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: pansélēnos Transliteration B: panselēnos Transliteration C: panselinos Beta Code: panse/lhnos

English (LSJ)

or πασσέληνος (Arist.APo.93a37 cod. A), ον, of the moon,
A at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Th.7.50; κύκλος πανσέληνος = the moon's full orb, E.Ion1155; τὰς νύκτας τὰς πανσελήνες Arist.HA622b27.
2πανσέληνος (sc. ὥρα) = the time of full moon, Hdt.2.47, 6.120, Ar.Ach.84; τὰν αὔριον πανσέληνον (s. v.l.) at tomorrow's full moon, S.OT1090 (lyr.): without the Art., πανσέληνος A.Th.389, And.1.38; ταῖς πανσελήνοις or ἐν ταῖς πανσελήνοις = at the seasons of full moon, Arist.HA544a20, 555a10, cf. Stoic.1.34; πανσέληνον, τό, Apollon.Mir.36.
II round as the full moon, χρυσίς Hermipp.37 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 462] vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de la pleine lune ; ἡ πανσέληνος (ὥρα) HDT le temps de la pleine lune;
2 qui est dans son plein ; σελήνη THC lune dans son plein, pleine lune ; ἡ πανσέληνος (σελήνη) ESCHL la pleine lune.
Étymologie: πᾶν, σελήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανσέληνος -ον [πᾶς, σελήνη] van de volle maan, bij volle maan, vol:; κύκλος π. de cirkel van de volle maan Eur. Ion 1155; ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος het was net volle maan Thuc. 7.50.4; subst.. ἡ πανσέληνος ( sc. ὥρα ) de volle maan.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνσέληνος:
I редко πασσέληνος 2 полнолунный, озаренный полной луной (νύξ Arst.): ὁ π. κύκλος Eur. и ἡ π. σελήνη Thuc. полная луна; τὰ ἐκλειπτικὰ πανσέληνα Plut. полное затмение луны.
πανσέληνος: II
1 (sc. ὥρα) полнолуние Her. etc. тж. pl. Arst.;
2 (sc. σελήνη) полная луна Aesch., Plut.

Greek Monolingual

-ο / πανσέληνος, -ον, Α και πασσέληνος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η πανσέληνος
αστρον. φάση της Σελήνης κατά την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος και και η οποία συντελείται κάθε 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. πλησιφαής σελήνη, γεμάτο φεγγάρι
μσν.-αρχ.
(για τη σελήνη) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, πλησιφαής («ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος», Θουκ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ο χρόνος κατά τον οποίο η σελήνη είναι ολόφωτη
2. στρογγυλός σαν τη σελήνη όταν είναι ολόφωτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ημισέληνος, πλησισέληνος].

Greek Monotonic

πανσέληνος: ή πασ-σέληνος, -ον (σελήνη
1. λέγεται για τη σελήνη όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος, σε Θουκ.· πανσέληνος κύκλος, ο πλήρης κύκλος της σελήνης, σε Ευρ.
2.πανσέληνος (ενν. ὥρα), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν αὔριον πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· χωρίς άρθρο, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πανσέληνος: ἢ πασσ- (ὡς ὁ Βεκκῆρ. ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ 2. 8, 6, κ. ἀλλ.), ον· - ἐπὶ τῆς σελήνης ὅταν φαίνηται πεφωτισμένη ὁλόκληρος, ἡ σελήνη ἐτύγχανεν οὖσα π. Θουκ. 7. 50· π. κύκλος, ὁ πλήρης κύκλος τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων 1155· τὰς νύκτας τὰς π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. 2) ἡ πανσέληνος (ἐξυπακ. ὥρα), ὁ χρόνος τῆς πανσελήνου, Ἡρόδ. 2. 47., 6. 106, 120, Ἀριστοφ. Ἀχ. 84· τὰν αὔριον παν., κατὰ τὴν προσεχῆ πανσέληνον, Σοφ. Ο. Τ. 1090˙ ἢ ἀνάρθρως, πανσέληνος Αἰσχύλ. Θήβ. 389, Ἀνδοκ. 6. 13˙ ταῖς πανσελήνοις ἢ ἐν ταῖς π., κατὰ τὰς πανσελήνους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4 καὶ 23, 4˙ ὡσαύτως πανσέληνον, τό, Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 36. ΙΙ. στρογγύλος ὡς ἡ πανσέληνος, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐκπιών ὑφείλετοἝρμιππος ἐν «Κέρκωψι» 2.

Middle Liddell

παν-σέληνος, ορ πασ-σέληνος, ον, σελήνη
1. of the moon, at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Thuc.; π. κύκλος the moon's full orb, Eur.
2.πανσέληνος (sc. ὥρἀ the time of full moon, Hdt., Ar.; τὰν αὔριον π. at the next full moon, Soph.; without the Art., Aesch.

English (Woodhouse)

full moon

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πᾶς + σελήνη.