παραπομπή

From LSJ
Revision as of 14:34, 12 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπομπή Medium diacritics: παραπομπή Low diacritics: παραπομπή Capitals: ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
Transliteration A: parapompḗ Transliteration B: parapompē Transliteration C: parapompi Beta Code: parapomph/

English (LSJ)

ἡ,
A convoying, σίτου Decr. ap. D.18.73; ἡ κατὰ θάλασσαν παραπομπή Onos.6.14.
2 escort, convoy, π. δώσειν Arist. Oec.1351b24; πέμψαι, ἐξαποστέλλειν, Plb.30.9.13, 15.5.7; παραπομπῆς τυχεῖν D.S.20.45, cf. PSI5.446.12 (ii A. D.): pl., παραπομπαὶ ὄχλων Ph.1.592; of a funeral procession, παραπομπὴ καὶ κηδεία IG12(7).239.32 (Amorgos); of athletes, being escorted by a body of supporters, Charito 6.2.
II transport, conveyance, αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί, whether by importation or exportation, Arist.Pol.1327a8; ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ ἐγίγνοντο supplies were introduced, X.HG7.2.23; παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων Antiph.190.15; παραπέμψαι τὴν παραπομπήν X.HG7.2.18; συμπαραπέμπειν τὴν εἰς Φλιοῦντα παραπομπήν Aeschin.2.168.
2 production, ἡ ἔξω παραπομπή bringing forth the statue from the mould, Ph.2.318.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, Begleitung, Geleit, bes. zum Schutz, παραπομπὴν διδόναι, Arist. Oec. 2, 30; δοὺς ἐφόδια καὶ παραπομπὴν ἐξαπέστειλε, Pol. 15, 5, 7; πέμψαι, 30, 9, 13 u. a. Sp. Auch das Herbeischaffen, ἀποσταλέντα σκάφη ἐπὶ τὴν παραπομπὴν τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον, Dem. 18, 73, vgl. 50, 19; die Zufuhr, Xen. Hell. 7, 2, 23; Arist. pol. 7, 5; παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων, Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a; τῶν ἐπιτηδείων, D. C. 56, 19.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d'accompagner, d'escorter ; cortège, escorte;
2 transport, importation.
Étymologie: παραπέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπομπή -ῆς, ἡ [παραπέμπω] transport.

Russian (Dvoretsky)

παραπομπή:
1 перевозка, доставка (αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.);
2 продовольствие, снабжение (παραπέμψαι τινὶ τὴν παραπομπήν Xen.);
3 сопровождение, эскорт (τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ παραπέμπω
νεοελλ.
1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή της αίτησης στους ανωτέρους»)
2. προσαγωγή σε δίκη
3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η σελίδα από την οποία ελήφθη λέξη, χωρίο ή είδηση και όπου ο αναγνώστης παραπέμπεται για να βρει περισσότερα από όσα γράφονται στο κείμενο
4. μουσ. ειδικό σημείο το οποίο, όταν απαντά δύο φορές στο τεμάχιο, υποχρεώνει τον εκτελεστή να επαναλάβει το μεταξύ αυτών μουσικό κείμενο
5. νηοπομπή, δηλ. συνοδεία εμπορικών πλοίων από πολεμικά εν καιρώ πολέμου
αρχ.
1. αποστολή ή μεταφορά με συνοδεία
2. συνοδεία, ιδίως για φρούρηση, σωματοφυλακή («περὶ τῆς αὐτονομίας διαλεχθεὶς καὶ τῆς ἰδίας ἀσφαλείας, ἔτυχε παραπομπῆς», Διόδ.)
3. ακολουθία
4. προσκομιδή, προμήθεια («ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ ἐγίγνοντο», Ξεν.)
5. παρουσίαση, εμφάνιση.

Greek Monotonic

παραπομπή: ἡ (παραπέμπω),
I. 1. αποστολή με συνοδεία σίτου, σε Ψήφ. παρά Δημ.
II. 1. παροχή, προμήθεια, σε Αριστ.
2. αυτό που παρέχεται, προμήθειες, Λατ. commeatus, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπή: ἡ, ἀποστολὴ μετὰ συνοδείας, σίτου Ψήφ. παρὰ Δημ. 249. 16. 2) συνοδεία, σωματοφυλακή, π. διδόναι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31, 1· πέμπειν, ἐξαποστέλλειν Πολύβ. 30. 9, 13., 15. 5, 7· παραπομπῆς τυχεῖν Διόδ. 20. 45. 3) ἐπὶ ἀθλητῶν περιστοιχιζομένων ὑπὸ τῶν εὐνοούντων αὐτούς, Χαρίτ. 6. 2 (D΄ Orv.). ΙΙ. τὸ παρέχειν, προμήθεια, αἱ τῶν καρπῶν π., εἴτε δι’ εἰσαγωγῆς εἴτε δι’ ἐξαγωγῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 5, 4· ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγένοντο, εἰσήγοντο ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23· παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων Ἀντιφῶν ἐν «Πλουσίοις» 1. 15. 2) τὸ παρεχόμενον, ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Λατιν. commeatus, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18, Αἰσχίν. 50. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπομπή· μετακομιδή».

Middle Liddell

παραπομπή, ἡ, παραπέμπω
I. a convoying, σίτου Decret. ap. Dem.
II. a procuring, providing, Arist.
2. that which is procured, supplies, Lat. commeatus, Xen.